헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μονογενής

3군 변화 형용사; 기독교 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μονογενής μονογενές

형태분석: μονογενη (어간) + ς (어미)

어원: gi/gnomai

  1. being the only member of a kin or kind, (Christianity, of Christ) only-begotten of God

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 μονογενής

(이)가

μονόγενες

(것)가

속격 μονογενούς

(이)의

μονογένους

(것)의

여격 μονογενεί

(이)에게

μονογένει

(것)에게

대격 μονογενή

(이)를

μονόγενες

(것)를

호격 μονογενές

(이)야

μονόγενες

(것)야

쌍수주/대/호 μονογενεί

(이)들이

μονογένει

(것)들이

속/여 μονογενοίν

(이)들의

μονογένοιν

(것)들의

복수주격 μονογενείς

(이)들이

μονογένη

(것)들이

속격 μονογενών

(이)들의

μονογένων

(것)들의

여격 μονογενέσιν*

(이)들에게

μονογένεσιν*

(것)들에게

대격 μονογενείς

(이)들을

μονογένη

(것)들을

호격 μονογενείς

(이)들아

μονογένη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἔστι γὰρ ἐν αὐτῇ πνεῦμα νοερόν, ἅγιον, μονογενέσ, πολυμερέσ, λεπτόν, εὐκίνητον, τρανόν, ἀμόλυντον, σαφέσ, ἀπήμαντον, φιλάγαθον, ὀξύ, ἀκώλυτον, εὐεργετικόν, (Septuagint, Liber Sapientiae 7:22)

    (70인역 성경, 지혜서 7:22)

  • νῦν ταῦτα πάντα τλᾶσ’ ἀπενθήτῳ φρενὶ λέγοιμ’ ἂν ἄνδρα τόνδε τῶν σταθμῶν κύνα, σωτῆρα ναὸσ πρότονον, ὑψηλῆσ στέγησ στῦλον ποδήρη, μονογενὲσ τέκνον πατρί, καὶ γῆν φανεῖσαν ναυτίλοισ παρ’ ἐλπίδα, κάλλιστον ἦμαρ εἰσιδεῖν ἐκ χείματοσ, ὁδοιπόρῳ διψῶντι πηγαῖον ῥέοσ· (Aeschylus, Agamemnon, episode, anapests 8:1)

    (아이스킬로스, 아가멤논, episode, anapests 8:1)

  • καὶ τὸ μὲν γνήσιον γένοσ τῷ Ιἀκώβῳ τοῦτο ἦν, ἐκ Βάλλασ δὲ αὐτῷ γίνονται τῆσ Ῥαχήλασ θεραπαινίδοσ Δάνοσ καὶ Νεφθαλίσ, ᾧ τέσσαρεσ εἵποντο παῖδεσ, Ἐλιῆλοσ Γοῦνισ Σάρησ τε καὶ Σέλλιμοσ, Δάνῳ δὲ μονογενὲσ ἦν παιδίον Οὖσισ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 2 223:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 2 223:1)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION