헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μισθοφορέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μισθοφορέω μισθοφορήσω

형태분석: μισθοφορέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be a misqofo/ros, to receive wages or pay, to serve for hire, to receive as pay
  2. to bring in rent or profit, to be let for hire

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μισθοφόρω

μισθοφόρεις

μισθοφόρει

쌍수 μισθοφόρειτον

μισθοφόρειτον

복수 μισθοφόρουμεν

μισθοφόρειτε

μισθοφόρουσιν*

접속법단수 μισθοφόρω

μισθοφόρῃς

μισθοφόρῃ

쌍수 μισθοφόρητον

μισθοφόρητον

복수 μισθοφόρωμεν

μισθοφόρητε

μισθοφόρωσιν*

기원법단수 μισθοφόροιμι

μισθοφόροις

μισθοφόροι

쌍수 μισθοφόροιτον

μισθοφοροίτην

복수 μισθοφόροιμεν

μισθοφόροιτε

μισθοφόροιεν

명령법단수 μισθοφο͂ρει

μισθοφορεῖτω

쌍수 μισθοφόρειτον

μισθοφορεῖτων

복수 μισθοφόρειτε

μισθοφοροῦντων, μισθοφορεῖτωσαν

부정사 μισθοφόρειν

분사 남성여성중성
μισθοφορων

μισθοφορουντος

μισθοφορουσα

μισθοφορουσης

μισθοφορουν

μισθοφορουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μισθοφόρουμαι

μισθοφόρει, μισθοφόρῃ

μισθοφόρειται

쌍수 μισθοφόρεισθον

μισθοφόρεισθον

복수 μισθοφοροῦμεθα

μισθοφόρεισθε

μισθοφόρουνται

접속법단수 μισθοφόρωμαι

μισθοφόρῃ

μισθοφόρηται

쌍수 μισθοφόρησθον

μισθοφόρησθον

복수 μισθοφορώμεθα

μισθοφόρησθε

μισθοφόρωνται

기원법단수 μισθοφοροίμην

μισθοφόροιο

μισθοφόροιτο

쌍수 μισθοφόροισθον

μισθοφοροίσθην

복수 μισθοφοροίμεθα

μισθοφόροισθε

μισθοφόροιντο

명령법단수 μισθοφόρου

μισθοφορεῖσθω

쌍수 μισθοφόρεισθον

μισθοφορεῖσθων

복수 μισθοφόρεισθε

μισθοφορεῖσθων, μισθοφορεῖσθωσαν

부정사 μισθοφόρεισθαι

분사 남성여성중성
μισθοφορουμενος

μισθοφορουμενου

μισθοφορουμενη

μισθοφορουμενης

μισθοφορουμενον

μισθοφορουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μισθοφορήσω

μισθοφορήσεις

μισθοφορήσει

쌍수 μισθοφορήσετον

μισθοφορήσετον

복수 μισθοφορήσομεν

μισθοφορήσετε

μισθοφορήσουσιν*

기원법단수 μισθοφορήσοιμι

μισθοφορήσοις

μισθοφορήσοι

쌍수 μισθοφορήσοιτον

μισθοφορησοίτην

복수 μισθοφορήσοιμεν

μισθοφορήσοιτε

μισθοφορήσοιεν

부정사 μισθοφορήσειν

분사 남성여성중성
μισθοφορησων

μισθοφορησοντος

μισθοφορησουσα

μισθοφορησουσης

μισθοφορησον

μισθοφορησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μισθοφορήσομαι

μισθοφορήσει, μισθοφορήσῃ

μισθοφορήσεται

쌍수 μισθοφορήσεσθον

μισθοφορήσεσθον

복수 μισθοφορησόμεθα

μισθοφορήσεσθε

μισθοφορήσονται

기원법단수 μισθοφορησοίμην

μισθοφορήσοιο

μισθοφορήσοιτο

쌍수 μισθοφορήσοισθον

μισθοφορησοίσθην

복수 μισθοφορησοίμεθα

μισθοφορήσοισθε

μισθοφορήσοιντο

부정사 μισθοφορήσεσθαι

분사 남성여성중성
μισθοφορησομενος

μισθοφορησομενου

μισθοφορησομενη

μισθοφορησομενης

μισθοφορησομενον

μισθοφορησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τί οὖν οὐ καὶ νῦν παρ’ ἐμοὶ μισθοφοροῦσιν; (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 2 32:6)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 2 32:6)

  • Ἀμίλχαρ ὁ Βάρκασ ἐπίκλησιν, ὅτε περ ἐν Σικελίᾳ Καρχηδονίων ἐστρατήγει, Κελτοῖσ τότε μισθοφοροῦσίν οἱ καὶ Λιβύων τοῖσ συμμαχοῦσι πολλὰσ δωρεὰσ ὑπέσχητο δώσειν, ἅσ, ἐπειδὴ ἐπανῆλθεν ἐσ Λιβύην, ἀπαιτούντων ἐκείνων ὁ Λιβυκὸσ Καρχηδονίοισ ἐξῆπτο πόλεμοσ, ἐν ᾧ πολλὰ μὲν πρὸσ αὐτῶν Λιβύων ἔπαθον οἱ Καρχηδόνιοι, Σαρδόνα δὲ Ῥωμαίοισ ἔδοσαν ποινὴν ὧν ἐσ τοὺσ ἐμπόρουσ αὐτῶν ἡμαρτήκεσαν ἐν τῷδε τῷ Λιβυκῷ πολέμῳ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 1 4:4)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 1 4:4)

유의어

  1. to bring in rent or profit

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION