헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μισθαρνητικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μισθαρνητικός μισθαρνητική μισθαρνητικόν

형태분석: μισθαρνητικ (어간) + ος (어미)

어원: from misqa/rnhs

  1. of or for hired work, mercenary, the trade of one who takes wages or pay

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μισθαρνητικός

(이)가

μισθαρνητική

(이)가

μισθαρνητικόν

(것)가

속격 μισθαρνητικοῦ

(이)의

μισθαρνητικῆς

(이)의

μισθαρνητικοῦ

(것)의

여격 μισθαρνητικῷ

(이)에게

μισθαρνητικῇ

(이)에게

μισθαρνητικῷ

(것)에게

대격 μισθαρνητικόν

(이)를

μισθαρνητικήν

(이)를

μισθαρνητικόν

(것)를

호격 μισθαρνητικέ

(이)야

μισθαρνητική

(이)야

μισθαρνητικόν

(것)야

쌍수주/대/호 μισθαρνητικώ

(이)들이

μισθαρνητικᾱ́

(이)들이

μισθαρνητικώ

(것)들이

속/여 μισθαρνητικοῖν

(이)들의

μισθαρνητικαῖν

(이)들의

μισθαρνητικοῖν

(것)들의

복수주격 μισθαρνητικοί

(이)들이

μισθαρνητικαί

(이)들이

μισθαρνητικά

(것)들이

속격 μισθαρνητικῶν

(이)들의

μισθαρνητικῶν

(이)들의

μισθαρνητικῶν

(것)들의

여격 μισθαρνητικοῖς

(이)들에게

μισθαρνητικαῖς

(이)들에게

μισθαρνητικοῖς

(것)들에게

대격 μισθαρνητικούς

(이)들을

μισθαρνητικᾱ́ς

(이)들을

μισθαρνητικά

(것)들을

호격 μισθαρνητικοί

(이)들아

μισθαρνητικαί

(이)들아

μισθαρνητικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. of or for hired work

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION