헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μετονομάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μετονομάζω μετονομάσω

형태분석: μετ (접두사) + ὀνομάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 불리다
  1. to call by a new name, called, by a new name - , to take or receive a new name

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετονομάζω

(나는) 불린다

μετονομάζεις

(너는) 불린다

μετονομάζει

(그는) 불린다

쌍수 μετονομάζετον

(너희 둘은) 불린다

μετονομάζετον

(그 둘은) 불린다

복수 μετονομάζομεν

(우리는) 불린다

μετονομάζετε

(너희는) 불린다

μετονομάζουσιν*

(그들은) 불린다

접속법단수 μετονομάζω

(나는) 불리자

μετονομάζῃς

(너는) 불리자

μετονομάζῃ

(그는) 불리자

쌍수 μετονομάζητον

(너희 둘은) 불리자

μετονομάζητον

(그 둘은) 불리자

복수 μετονομάζωμεν

(우리는) 불리자

μετονομάζητε

(너희는) 불리자

μετονομάζωσιν*

(그들은) 불리자

기원법단수 μετονομάζοιμι

(나는) 불리기를 (바라다)

μετονομάζοις

(너는) 불리기를 (바라다)

μετονομάζοι

(그는) 불리기를 (바라다)

쌍수 μετονομάζοιτον

(너희 둘은) 불리기를 (바라다)

μετονομαζοίτην

(그 둘은) 불리기를 (바라다)

복수 μετονομάζοιμεν

(우리는) 불리기를 (바라다)

μετονομάζοιτε

(너희는) 불리기를 (바라다)

μετονομάζοιεν

(그들은) 불리기를 (바라다)

명령법단수 μετονόμαζε

(너는) 불려라

μετονομαζέτω

(그는) 불려라

쌍수 μετονομάζετον

(너희 둘은) 불려라

μετονομαζέτων

(그 둘은) 불려라

복수 μετονομάζετε

(너희는) 불려라

μετονομαζόντων, μετονομαζέτωσαν

(그들은) 불려라

부정사 μετονομάζειν

불리는 것

분사 남성여성중성
μετονομαζων

μετονομαζοντος

μετονομαζουσα

μετονομαζουσης

μετονομαζον

μετονομαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετονομάζομαι

(나는) 분다

μετονομάζει, μετονομάζῃ

(너는) 분다

μετονομάζεται

(그는) 분다

쌍수 μετονομάζεσθον

(너희 둘은) 분다

μετονομάζεσθον

(그 둘은) 분다

복수 μετονομαζόμεθα

(우리는) 분다

μετονομάζεσθε

(너희는) 분다

μετονομάζονται

(그들은) 분다

접속법단수 μετονομάζωμαι

(나는) 불자

μετονομάζῃ

(너는) 불자

μετονομάζηται

(그는) 불자

쌍수 μετονομάζησθον

(너희 둘은) 불자

μετονομάζησθον

(그 둘은) 불자

복수 μετονομαζώμεθα

(우리는) 불자

μετονομάζησθε

(너희는) 불자

μετονομάζωνται

(그들은) 불자

기원법단수 μετονομαζοίμην

(나는) 불기를 (바라다)

μετονομάζοιο

(너는) 불기를 (바라다)

μετονομάζοιτο

(그는) 불기를 (바라다)

쌍수 μετονομάζοισθον

(너희 둘은) 불기를 (바라다)

μετονομαζοίσθην

(그 둘은) 불기를 (바라다)

복수 μετονομαζοίμεθα

(우리는) 불기를 (바라다)

μετονομάζοισθε

(너희는) 불기를 (바라다)

μετονομάζοιντο

(그들은) 불기를 (바라다)

명령법단수 μετονομάζου

(너는) 불어라

μετονομαζέσθω

(그는) 불어라

쌍수 μετονομάζεσθον

(너희 둘은) 불어라

μετονομαζέσθων

(그 둘은) 불어라

복수 μετονομάζεσθε

(너희는) 불어라

μετονομαζέσθων, μετονομαζέσθωσαν

(그들은) 불어라

부정사 μετονομάζεσθαι

부는 것

분사 남성여성중성
μετονομαζομενος

μετονομαζομενου

μετονομαζομενη

μετονομαζομενης

μετονομαζομενον

μετονομαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετονομάσω

(나는) 불리겠다

μετονομάσεις

(너는) 불리겠다

μετονομάσει

(그는) 불리겠다

쌍수 μετονομάσετον

(너희 둘은) 불리겠다

μετονομάσετον

(그 둘은) 불리겠다

복수 μετονομάσομεν

(우리는) 불리겠다

μετονομάσετε

(너희는) 불리겠다

μετονομάσουσιν*

(그들은) 불리겠다

기원법단수 μετονομάσοιμι

(나는) 불리겠기를 (바라다)

μετονομάσοις

(너는) 불리겠기를 (바라다)

μετονομάσοι

(그는) 불리겠기를 (바라다)

쌍수 μετονομάσοιτον

(너희 둘은) 불리겠기를 (바라다)

μετονομασοίτην

(그 둘은) 불리겠기를 (바라다)

복수 μετονομάσοιμεν

(우리는) 불리겠기를 (바라다)

μετονομάσοιτε

(너희는) 불리겠기를 (바라다)

μετονομάσοιεν

(그들은) 불리겠기를 (바라다)

부정사 μετονομάσειν

불릴 것

분사 남성여성중성
μετονομασων

μετονομασοντος

μετονομασουσα

μετονομασουσης

μετονομασον

μετονομασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετονομάσομαι

(나는) 불겠다

μετονομάσει, μετονομάσῃ

(너는) 불겠다

μετονομάσεται

(그는) 불겠다

쌍수 μετονομάσεσθον

(너희 둘은) 불겠다

μετονομάσεσθον

(그 둘은) 불겠다

복수 μετονομασόμεθα

(우리는) 불겠다

μετονομάσεσθε

(너희는) 불겠다

μετονομάσονται

(그들은) 불겠다

기원법단수 μετονομασοίμην

(나는) 불겠기를 (바라다)

μετονομάσοιο

(너는) 불겠기를 (바라다)

μετονομάσοιτο

(그는) 불겠기를 (바라다)

쌍수 μετονομάσοισθον

(너희 둘은) 불겠기를 (바라다)

μετονομασοίσθην

(그 둘은) 불겠기를 (바라다)

복수 μετονομασοίμεθα

(우리는) 불겠기를 (바라다)

μετονομάσοισθε

(너희는) 불겠기를 (바라다)

μετονομάσοιντο

(그들은) 불겠기를 (바라다)

부정사 μετονομάσεσθαι

불 것

분사 남성여성중성
μετονομασομενος

μετονομασομενου

μετονομασομενη

μετονομασομενης

μετονομασομενον

μετονομασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετώνομαζον

(나는) 불리고 있었다

μετώνομαζες

(너는) 불리고 있었다

μετώνομαζεν*

(그는) 불리고 있었다

쌍수 μετωνο͂μαζετον

(너희 둘은) 불리고 있었다

μετωνόμαζετην

(그 둘은) 불리고 있었다

복수 μετωνο͂μαζομεν

(우리는) 불리고 있었다

μετωνο͂μαζετε

(너희는) 불리고 있었다

μετώνομαζον

(그들은) 불리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετωνόμαζομην

(나는) 불고 있었다

μετωνο͂μαζου

(너는) 불고 있었다

μετωνο͂μαζετο

(그는) 불고 있었다

쌍수 μετωνο͂μαζεσθον

(너희 둘은) 불고 있었다

μετωνόμαζεσθην

(그 둘은) 불고 있었다

복수 μετωνόμαζομεθα

(우리는) 불고 있었다

μετωνο͂μαζεσθε

(너희는) 불고 있었다

μετωνο͂μαζοντο

(그들은) 불고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 불리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION