헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταχειρίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεταχειρίζω μεταχειριοῦμαι μετεχειρισάμην μετακεχείρισμαι

형태분석: μετα (접두사) + χειρίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: sometimes active, but more commonly as Dep.

  1. 다루다, 관리하다, 만지다, 처리하다, 통치하다
  2. 하다, 잡다, 마련하다, 관리하다
  3. 뒤쫓다, 추적하다, 쫓다, 추구하다
  4. 다루다, 만지다, 처리하다, 가공하다
  1. to have or take in hand, handle, administer, manage
  2. to manage, arrange, conduct
  3. to practise, pursue, to study to
  4. to handle, treat, deal with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταχειρίζω

(나는) 다룬다

μεταχειρίζεις

(너는) 다룬다

μεταχειρίζει

(그는) 다룬다

쌍수 μεταχειρίζετον

(너희 둘은) 다룬다

μεταχειρίζετον

(그 둘은) 다룬다

복수 μεταχειρίζομεν

(우리는) 다룬다

μεταχειρίζετε

(너희는) 다룬다

μεταχειρίζουσιν*

(그들은) 다룬다

접속법단수 μεταχειρίζω

(나는) 다루자

μεταχειρίζῃς

(너는) 다루자

μεταχειρίζῃ

(그는) 다루자

쌍수 μεταχειρίζητον

(너희 둘은) 다루자

μεταχειρίζητον

(그 둘은) 다루자

복수 μεταχειρίζωμεν

(우리는) 다루자

μεταχειρίζητε

(너희는) 다루자

μεταχειρίζωσιν*

(그들은) 다루자

기원법단수 μεταχειρίζοιμι

(나는) 다루기를 (바라다)

μεταχειρίζοις

(너는) 다루기를 (바라다)

μεταχειρίζοι

(그는) 다루기를 (바라다)

쌍수 μεταχειρίζοιτον

(너희 둘은) 다루기를 (바라다)

μεταχειριζοίτην

(그 둘은) 다루기를 (바라다)

복수 μεταχειρίζοιμεν

(우리는) 다루기를 (바라다)

μεταχειρίζοιτε

(너희는) 다루기를 (바라다)

μεταχειρίζοιεν

(그들은) 다루기를 (바라다)

명령법단수 μεταχείριζε

(너는) 다루어라

μεταχειριζέτω

(그는) 다루어라

쌍수 μεταχειρίζετον

(너희 둘은) 다루어라

μεταχειριζέτων

(그 둘은) 다루어라

복수 μεταχειρίζετε

(너희는) 다루어라

μεταχειριζόντων, μεταχειριζέτωσαν

(그들은) 다루어라

부정사 μεταχειρίζειν

다루는 것

분사 남성여성중성
μεταχειριζων

μεταχειριζοντος

μεταχειριζουσα

μεταχειριζουσης

μεταχειριζον

μεταχειριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταχειρίζομαι

(나는) 다뤄진다

μεταχειρίζει, μεταχειρίζῃ

(너는) 다뤄진다

μεταχειρίζεται

(그는) 다뤄진다

쌍수 μεταχειρίζεσθον

(너희 둘은) 다뤄진다

μεταχειρίζεσθον

(그 둘은) 다뤄진다

복수 μεταχειριζόμεθα

(우리는) 다뤄진다

μεταχειρίζεσθε

(너희는) 다뤄진다

μεταχειρίζονται

(그들은) 다뤄진다

접속법단수 μεταχειρίζωμαι

(나는) 다뤄지자

μεταχειρίζῃ

(너는) 다뤄지자

μεταχειρίζηται

(그는) 다뤄지자

쌍수 μεταχειρίζησθον

(너희 둘은) 다뤄지자

μεταχειρίζησθον

(그 둘은) 다뤄지자

복수 μεταχειριζώμεθα

(우리는) 다뤄지자

μεταχειρίζησθε

(너희는) 다뤄지자

μεταχειρίζωνται

(그들은) 다뤄지자

기원법단수 μεταχειριζοίμην

(나는) 다뤄지기를 (바라다)

μεταχειρίζοιο

(너는) 다뤄지기를 (바라다)

μεταχειρίζοιτο

(그는) 다뤄지기를 (바라다)

쌍수 μεταχειρίζοισθον

(너희 둘은) 다뤄지기를 (바라다)

μεταχειριζοίσθην

(그 둘은) 다뤄지기를 (바라다)

복수 μεταχειριζοίμεθα

(우리는) 다뤄지기를 (바라다)

μεταχειρίζοισθε

(너희는) 다뤄지기를 (바라다)

μεταχειρίζοιντο

(그들은) 다뤄지기를 (바라다)

명령법단수 μεταχειρίζου

(너는) 다뤄져라

μεταχειριζέσθω

(그는) 다뤄져라

쌍수 μεταχειρίζεσθον

(너희 둘은) 다뤄져라

μεταχειριζέσθων

(그 둘은) 다뤄져라

복수 μεταχειρίζεσθε

(너희는) 다뤄져라

μεταχειριζέσθων, μεταχειριζέσθωσαν

(그들은) 다뤄져라

부정사 μεταχειρίζεσθαι

다뤄지는 것

분사 남성여성중성
μεταχειριζομενος

μεταχειριζομενου

μεταχειριζομενη

μεταχειριζομενης

μεταχειριζομενον

μεταχειριζομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταχειρίουμαι

(나는) 다루겠다

μεταχειρίει, μεταχειρίῃ

(너는) 다루겠다

μεταχειρίειται

(그는) 다루겠다

쌍수 μεταχειρίεισθον

(너희 둘은) 다루겠다

μεταχειρίεισθον

(그 둘은) 다루겠다

복수 μεταχειριοῦμεθα

(우리는) 다루겠다

μεταχειρίεισθε

(너희는) 다루겠다

μεταχειρίουνται

(그들은) 다루겠다

기원법단수 μεταχειριοίμην

(나는) 다루겠기를 (바라다)

μεταχειρίοιο

(너는) 다루겠기를 (바라다)

μεταχειρίοιτο

(그는) 다루겠기를 (바라다)

쌍수 μεταχειρίοισθον

(너희 둘은) 다루겠기를 (바라다)

μεταχειριοίσθην

(그 둘은) 다루겠기를 (바라다)

복수 μεταχειριοίμεθα

(우리는) 다루겠기를 (바라다)

μεταχειρίοισθε

(너희는) 다루겠기를 (바라다)

μεταχειρίοιντο

(그들은) 다루겠기를 (바라다)

부정사 μεταχειρίεισθαι

다룰 것

분사 남성여성중성
μεταχειριουμενος

μεταχειριουμενου

μεταχειριουμενη

μεταχειριουμενης

μεταχειριουμενον

μεταχειριουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεχείριζον

(나는) 다루고 있었다

μετεχείριζες

(너는) 다루고 있었다

μετεχείριζεν*

(그는) 다루고 있었다

쌍수 μετεχειρίζετον

(너희 둘은) 다루고 있었다

μετεχειριζέτην

(그 둘은) 다루고 있었다

복수 μετεχειρίζομεν

(우리는) 다루고 있었다

μετεχειρίζετε

(너희는) 다루고 있었다

μετεχείριζον

(그들은) 다루고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεχειριζόμην

(나는) 다뤄지고 있었다

μετεχειρίζου

(너는) 다뤄지고 있었다

μετεχειρίζετο

(그는) 다뤄지고 있었다

쌍수 μετεχειρίζεσθον

(너희 둘은) 다뤄지고 있었다

μετεχειριζέσθην

(그 둘은) 다뤄지고 있었다

복수 μετεχειριζόμεθα

(우리는) 다뤄지고 있었다

μετεχειρίζεσθε

(너희는) 다뤄지고 있었다

μετεχειρίζοντο

(그들은) 다뤄지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεχείρισα

(나는) 다루었다

μετεχείρισας

(너는) 다루었다

μετεχείρισεν*

(그는) 다루었다

쌍수 μετεχειρίσατον

(너희 둘은) 다루었다

μετεχειρισάτην

(그 둘은) 다루었다

복수 μετεχειρίσαμεν

(우리는) 다루었다

μετεχειρίσατε

(너희는) 다루었다

μετεχείρισαν

(그들은) 다루었다

접속법단수 μεταχειρίσω

(나는) 다루었자

μεταχειρίσῃς

(너는) 다루었자

μεταχειρίσῃ

(그는) 다루었자

쌍수 μεταχειρίσητον

(너희 둘은) 다루었자

μεταχειρίσητον

(그 둘은) 다루었자

복수 μεταχειρίσωμεν

(우리는) 다루었자

μεταχειρίσητε

(너희는) 다루었자

μεταχειρίσωσιν*

(그들은) 다루었자

기원법단수 μεταχειρίσαιμι

(나는) 다루었기를 (바라다)

μεταχειρίσαις

(너는) 다루었기를 (바라다)

μεταχειρίσαι

(그는) 다루었기를 (바라다)

쌍수 μεταχειρίσαιτον

(너희 둘은) 다루었기를 (바라다)

μεταχειρισαίτην

(그 둘은) 다루었기를 (바라다)

복수 μεταχειρίσαιμεν

(우리는) 다루었기를 (바라다)

μεταχειρίσαιτε

(너희는) 다루었기를 (바라다)

μεταχειρίσαιεν

(그들은) 다루었기를 (바라다)

명령법단수 μεταχείρισον

(너는) 다루었어라

μεταχειρισάτω

(그는) 다루었어라

쌍수 μεταχειρίσατον

(너희 둘은) 다루었어라

μεταχειρισάτων

(그 둘은) 다루었어라

복수 μεταχειρίσατε

(너희는) 다루었어라

μεταχειρισάντων

(그들은) 다루었어라

부정사 μεταχειρίσαι

다루었는 것

분사 남성여성중성
μεταχειρισᾱς

μεταχειρισαντος

μεταχειρισᾱσα

μεταχειρισᾱσης

μεταχειρισαν

μεταχειρισαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεχειρισάμην

(나는) 다뤄졌다

μετεχειρίσω

(너는) 다뤄졌다

μετεχειρίσατο

(그는) 다뤄졌다

쌍수 μετεχειρίσασθον

(너희 둘은) 다뤄졌다

μετεχειρισάσθην

(그 둘은) 다뤄졌다

복수 μετεχειρισάμεθα

(우리는) 다뤄졌다

μετεχειρίσασθε

(너희는) 다뤄졌다

μετεχειρίσαντο

(그들은) 다뤄졌다

접속법단수 μεταχειρίσωμαι

(나는) 다뤄졌자

μεταχειρίσῃ

(너는) 다뤄졌자

μεταχειρίσηται

(그는) 다뤄졌자

쌍수 μεταχειρίσησθον

(너희 둘은) 다뤄졌자

μεταχειρίσησθον

(그 둘은) 다뤄졌자

복수 μεταχειρισώμεθα

(우리는) 다뤄졌자

μεταχειρίσησθε

(너희는) 다뤄졌자

μεταχειρίσωνται

(그들은) 다뤄졌자

기원법단수 μεταχειρισαίμην

(나는) 다뤄졌기를 (바라다)

μεταχειρίσαιο

(너는) 다뤄졌기를 (바라다)

μεταχειρίσαιτο

(그는) 다뤄졌기를 (바라다)

쌍수 μεταχειρίσαισθον

(너희 둘은) 다뤄졌기를 (바라다)

μεταχειρισαίσθην

(그 둘은) 다뤄졌기를 (바라다)

복수 μεταχειρισαίμεθα

(우리는) 다뤄졌기를 (바라다)

μεταχειρίσαισθε

(너희는) 다뤄졌기를 (바라다)

μεταχειρίσαιντο

(그들은) 다뤄졌기를 (바라다)

명령법단수 μεταχείρισαι

(너는) 다뤄졌어라

μεταχειρισάσθω

(그는) 다뤄졌어라

쌍수 μεταχειρίσασθον

(너희 둘은) 다뤄졌어라

μεταχειρισάσθων

(그 둘은) 다뤄졌어라

복수 μεταχειρίσασθε

(너희는) 다뤄졌어라

μεταχειρισάσθων

(그들은) 다뤄졌어라

부정사 μεταχειρίσεσθαι

다뤄졌는 것

분사 남성여성중성
μεταχειρισαμενος

μεταχειρισαμενου

μεταχειρισαμενη

μεταχειρισαμενης

μεταχειρισαμενον

μεταχειρισαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πόθεν ὑμῖν εἰδέναι ὅτι καὶ κύβοι, οὐχ οὓσ ἀεὶ μεταχειρίζεσθε, ἄρτοι εἰσὶ τετράγωνοι, ἡδυσμένοι ἀννήθῳ καὶ τυρῷ καὶ ἐλαίῳ, ὥσ φησιν ̔ Ἡρακλείδησ ἐν Ὀψαρτυτικῷ; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 80 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 80 2:3)

유의어

  1. 다루다

  2. 하다

  3. 다루다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION