헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταποιέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μεταποιέω μεταποιήσω

형태분석: μετα (접두사) + ποιέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 바꾸다, 변화시키다, 변경하다
  2. ~에 대한 권리를 주장하다, 장악하다
  1. to alter the make of, remodel, alter
  2. to make a pretence of, lay claim to, pretend to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταποίω

(나는) 바꾼다

μεταποίεις

(너는) 바꾼다

μεταποίει

(그는) 바꾼다

쌍수 μεταποίειτον

(너희 둘은) 바꾼다

μεταποίειτον

(그 둘은) 바꾼다

복수 μεταποίουμεν

(우리는) 바꾼다

μεταποίειτε

(너희는) 바꾼다

μεταποίουσιν*

(그들은) 바꾼다

접속법단수 μεταποίω

(나는) 바꾸자

μεταποίῃς

(너는) 바꾸자

μεταποίῃ

(그는) 바꾸자

쌍수 μεταποίητον

(너희 둘은) 바꾸자

μεταποίητον

(그 둘은) 바꾸자

복수 μεταποίωμεν

(우리는) 바꾸자

μεταποίητε

(너희는) 바꾸자

μεταποίωσιν*

(그들은) 바꾸자

기원법단수 μεταποίοιμι

(나는) 바꾸기를 (바라다)

μεταποίοις

(너는) 바꾸기를 (바라다)

μεταποίοι

(그는) 바꾸기를 (바라다)

쌍수 μεταποίοιτον

(너희 둘은) 바꾸기를 (바라다)

μεταποιοίτην

(그 둘은) 바꾸기를 (바라다)

복수 μεταποίοιμεν

(우리는) 바꾸기를 (바라다)

μεταποίοιτε

(너희는) 바꾸기를 (바라다)

μεταποίοιεν

(그들은) 바꾸기를 (바라다)

명령법단수 μεταποῖει

(너는) 바꾸어라

μεταποιεῖτω

(그는) 바꾸어라

쌍수 μεταποίειτον

(너희 둘은) 바꾸어라

μεταποιεῖτων

(그 둘은) 바꾸어라

복수 μεταποίειτε

(너희는) 바꾸어라

μεταποιοῦντων, μεταποιεῖτωσαν

(그들은) 바꾸어라

부정사 μεταποίειν

바꾸는 것

분사 남성여성중성
μεταποιων

μεταποιουντος

μεταποιουσα

μεταποιουσης

μεταποιουν

μεταποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταποίουμαι

(나는) 바꿔진다

μεταποίει, μεταποίῃ

(너는) 바꿔진다

μεταποίειται

(그는) 바꿔진다

쌍수 μεταποίεισθον

(너희 둘은) 바꿔진다

μεταποίεισθον

(그 둘은) 바꿔진다

복수 μεταποιοῦμεθα

(우리는) 바꿔진다

μεταποίεισθε

(너희는) 바꿔진다

μεταποίουνται

(그들은) 바꿔진다

접속법단수 μεταποίωμαι

(나는) 바꿔지자

μεταποίῃ

(너는) 바꿔지자

μεταποίηται

(그는) 바꿔지자

쌍수 μεταποίησθον

(너희 둘은) 바꿔지자

μεταποίησθον

(그 둘은) 바꿔지자

복수 μεταποιώμεθα

(우리는) 바꿔지자

μεταποίησθε

(너희는) 바꿔지자

μεταποίωνται

(그들은) 바꿔지자

기원법단수 μεταποιοίμην

(나는) 바꿔지기를 (바라다)

μεταποίοιο

(너는) 바꿔지기를 (바라다)

μεταποίοιτο

(그는) 바꿔지기를 (바라다)

쌍수 μεταποίοισθον

(너희 둘은) 바꿔지기를 (바라다)

μεταποιοίσθην

(그 둘은) 바꿔지기를 (바라다)

복수 μεταποιοίμεθα

(우리는) 바꿔지기를 (바라다)

μεταποίοισθε

(너희는) 바꿔지기를 (바라다)

μεταποίοιντο

(그들은) 바꿔지기를 (바라다)

명령법단수 μεταποίου

(너는) 바꿔져라

μεταποιεῖσθω

(그는) 바꿔져라

쌍수 μεταποίεισθον

(너희 둘은) 바꿔져라

μεταποιεῖσθων

(그 둘은) 바꿔져라

복수 μεταποίεισθε

(너희는) 바꿔져라

μεταποιεῖσθων, μεταποιεῖσθωσαν

(그들은) 바꿔져라

부정사 μεταποίεισθαι

바꿔지는 것

분사 남성여성중성
μεταποιουμενος

μεταποιουμενου

μεταποιουμενη

μεταποιουμενης

μεταποιουμενον

μεταποιουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταποιήσω

(나는) 바꾸겠다

μεταποιήσεις

(너는) 바꾸겠다

μεταποιήσει

(그는) 바꾸겠다

쌍수 μεταποιήσετον

(너희 둘은) 바꾸겠다

μεταποιήσετον

(그 둘은) 바꾸겠다

복수 μεταποιήσομεν

(우리는) 바꾸겠다

μεταποιήσετε

(너희는) 바꾸겠다

μεταποιήσουσιν*

(그들은) 바꾸겠다

기원법단수 μεταποιήσοιμι

(나는) 바꾸겠기를 (바라다)

μεταποιήσοις

(너는) 바꾸겠기를 (바라다)

μεταποιήσοι

(그는) 바꾸겠기를 (바라다)

쌍수 μεταποιήσοιτον

(너희 둘은) 바꾸겠기를 (바라다)

μεταποιησοίτην

(그 둘은) 바꾸겠기를 (바라다)

복수 μεταποιήσοιμεν

(우리는) 바꾸겠기를 (바라다)

μεταποιήσοιτε

(너희는) 바꾸겠기를 (바라다)

μεταποιήσοιεν

(그들은) 바꾸겠기를 (바라다)

부정사 μεταποιήσειν

바꿀 것

분사 남성여성중성
μεταποιησων

μεταποιησοντος

μεταποιησουσα

μεταποιησουσης

μεταποιησον

μεταποιησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταποιήσομαι

(나는) 바꿔지겠다

μεταποιήσει, μεταποιήσῃ

(너는) 바꿔지겠다

μεταποιήσεται

(그는) 바꿔지겠다

쌍수 μεταποιήσεσθον

(너희 둘은) 바꿔지겠다

μεταποιήσεσθον

(그 둘은) 바꿔지겠다

복수 μεταποιησόμεθα

(우리는) 바꿔지겠다

μεταποιήσεσθε

(너희는) 바꿔지겠다

μεταποιήσονται

(그들은) 바꿔지겠다

기원법단수 μεταποιησοίμην

(나는) 바꿔지겠기를 (바라다)

μεταποιήσοιο

(너는) 바꿔지겠기를 (바라다)

μεταποιήσοιτο

(그는) 바꿔지겠기를 (바라다)

쌍수 μεταποιήσοισθον

(너희 둘은) 바꿔지겠기를 (바라다)

μεταποιησοίσθην

(그 둘은) 바꿔지겠기를 (바라다)

복수 μεταποιησοίμεθα

(우리는) 바꿔지겠기를 (바라다)

μεταποιήσοισθε

(너희는) 바꿔지겠기를 (바라다)

μεταποιήσοιντο

(그들은) 바꿔지겠기를 (바라다)

부정사 μεταποιήσεσθαι

바꿔질 것

분사 남성여성중성
μεταποιησομενος

μεταποιησομενου

μεταποιησομενη

μεταποιησομενης

μεταποιησομενον

μεταποιησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεποῖουν

(나는) 바꾸고 있었다

μετεποῖεις

(너는) 바꾸고 있었다

μετεποῖειν*

(그는) 바꾸고 있었다

쌍수 μετεποίειτον

(너희 둘은) 바꾸고 있었다

μετεποιεῖτην

(그 둘은) 바꾸고 있었다

복수 μετεποίουμεν

(우리는) 바꾸고 있었다

μετεποίειτε

(너희는) 바꾸고 있었다

μετεποῖουν

(그들은) 바꾸고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεποιοῦμην

(나는) 바꿔지고 있었다

μετεποίου

(너는) 바꿔지고 있었다

μετεποίειτο

(그는) 바꿔지고 있었다

쌍수 μετεποίεισθον

(너희 둘은) 바꿔지고 있었다

μετεποιεῖσθην

(그 둘은) 바꿔지고 있었다

복수 μετεποιοῦμεθα

(우리는) 바꿔지고 있었다

μετεποίεισθε

(너희는) 바꿔지고 있었다

μετεποίουντο

(그들은) 바꿔지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐδὲ γὰρ ἀνεκτὸν εἶναι σφίσι τὸ ζῆν, εἰ Ἀγρίππασ Ἀριστοβούλου μὲν υἱὸσ ὢν θανεῖν ὑπὸ τοῦ πατρὸσ κατεγνωσμένου, πενίᾳ δὲ ἀπόρῳ συνιών, ὡσ τελέωσ αὐτῷ ἐπικουφίζεσθαι τἀναγκαῖα τοῦ ἐφ’ ἡμέρασ, φυγῇ δὲ τῶν δεδανεικότων τὸν πλοῦν πεποιημένοσ ἐπανεληλύθοι βασιλεύσ, αὐτὸσ δέ γε ὢν παῖσ βασιλέωσ καὶ τοῦ συγγενοῦσ τῆσ ἀρχῆσ καλοῦντοσ αὐτὸν ἐπὶ μεταποιήσει τῶν ἴσων καθέζοιτο ἀγαπῶν ἐν ἰδιωτείᾳ διαβιοῦν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 18 287:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 18 287:1)

유의어

  1. ~에 대한 권리를 주장하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION