헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μάγος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μάγος μάγου

형태분석: μαγ (어간) + ος (어미)

  1. 마술사, 허풍쟁이, 요술쟁이, 마법사, 책략가, 협잡꾼
  2. 조로아스터교 사제
  1. (common, nonspecific) magician, and derogatorily sorcerer, trickster, conjurer, charlatan
  2. (common, specific) a Zoroastrian priest
  3. (hapax) name of one of the tribes of the Medes.

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μάγος

마술사가

μάγω

마술사들이

μάγοι

마술사들이

속격 μάγου

마술사의

μάγοιν

마술사들의

μάγων

마술사들의

여격 μάγῳ

마술사에게

μάγοιν

마술사들에게

μάγοις

마술사들에게

대격 μάγον

마술사를

μάγω

마술사들을

μάγους

마술사들을

호격 μάγε

마술사야

μάγω

마술사들아

μάγοι

마술사들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶναι δὲ ἐντὸσ τοῦ περιβόλου πρὸσ τῇ ἀναβάσει τῇ ἐπὶ τὸν τάφον φερούσῃ οἴκημα σμικρὸν τοῖσ Μάγοισ πεποιημένον, οἳ δὴ ἐφύλασσον τὸν Κύρου τάφον ἔτι ἀπὸ Καμβύσου τοῦ Κύρου, παῖσ παρὰ πατρὸσ ἐκδεχόμενοσ τὴν φυλακήν. (Arrian, Anabasis, book 6, chapter 29 7:1)

    (아리아노스, Anabasis, book 6, chapter 29 7:1)

  • Αἰγύπτιοι δὲ τοὺσ ἱερέασ, οἳ τὴν αὐτὴν ἐπιστήμην εἶχον τοῖσ μάγοισ, τῶν θεῶν ἐπιμελούμενοι καὶ τὰ ξύμπαντα γιγνώσκοντεσ ὅπῃ τε καὶ ὅπωσ ἔχοι· (Dio, Chrysostom, Orationes, 12:3)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 12:3)

  • οἱ δὲ Μῆδοι παρῆσαν, ἃ μὲν οἱ μάγοι ἔφρασαν τοῖσ θεοῖσ ἐξελεῖν, ἀποδόντεσ τοῖσ μάγοισ, Κύρῳ δ’ ἐξῃρηκότεσ τὴν καλλίστην σκηνὴν καὶ τὴν Σουσίδα γυναῖκα, ἣ καλλίστη δὴ λέγεται ἐν τῇ Ἀσίᾳ γυνὴ γενέσθαι, καὶ μουσουργοὺσ δὲ δύο τὰσ κρατίστασ, δεύτερον δὲ Κυαξάρῃ τὰ δεύτερα, τοιαῦτα δὲ ἄλλα ὧν ἐδέοντο ἑαυτοῖσ ἐκπληρώσαντεσ, ὡσ μηδενὸσ ἐνδεόμενοι στρατεύωνται· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 6 13:2)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 6 13:2)

  • ἄγε δή, ἔφη, τὰ τῶν θεῶν ἀποδόντεσ τοῖσ μάγοισ καὶ ὅσα τῇ στρατιᾷ ἱκανὰ ἐξελόντεσ τἆλλα καλέσαντεσ τὸν Γωβρύαν δότε αὐτῷ· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 3 5:1)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 3 5:1)

  • διέγνω δὴ ὁ Πλάτων καὶ τοῖσ Μάγοισ συμμῖξαι· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 6:2)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, G, PLATWN 6:2)

유의어

  1. 조로아스터교 사제

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION