Ancient Greek-English Dictionary Language

λογχοφόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λογχοφόρος λογχοφόρον

Structure: λογχοφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. spear-bearing, a spear-man, pike-man

Examples

  • ἐπὶ δὲ τῷ ὁπλιτικῷ τετάχθω τὸ συμμαχικόν, οἵ τε ἀπὸ τῆσ σμικρᾶσ Ἀρμενίασ καὶ Τραπεζουντίων, οἱ ὁπλῖται καὶ οἱ Κόλχοι καὶ Ῥιζιανοὶ οἱ λογχοφόροι. (Arrian, Acies Contra Alanos 10:1)
  • ἐπὶ δὲ τοῦ ἀριστεροῦ τετάχθων καὶ οὗτοι τὸ ὑπερδεξιώτατον τοῦ κέρωσ ἔχοντεσ οἵ τε ἀπὸ τῆσ σμικρᾶσ Ἀρμενίασ σύμμαχοι καὶ οἱ Τραπεζουντίων γυμνῆτεσ καὶ οἱ Ῥιζιανοὶ λογχοφόροι. (Arrian, Acies Contra Alanos 19:1)
  • αἱ δὲ ἐφεξῆσ τάξεισ λογχοφόρων ἔστων. (Arrian, Acies Contra Alanos 24:2)
  • ὅσοι δὲ λογχοφόροι ἢ κοντοφόροι ἢ μαχαιροφόροι ἢ πελεκοφόροι ἐσ τὰ πλάγιά τε ἑκατέρωθεν ὁρώντων καὶ τὸ σύνθημα προσμενόντων. (Arrian, Acies Contra Alanos 29:2)
  • ἔστων δὲ ἀμφ̓ αὐτὸν ασ ἑκατὸν κούφων λογχοφόρων, ὡσ πᾶσαν ἐπιφοιτῶν τὴν φάλαγγα ὅπου τι ἐνδεὲσ καταμανθάνοι, ἐκεῖνο ἴδῃ καὶ θεραπεύσῃ. (Arrian, Acies Contra Alanos 31:1)

Synonyms

  1. spear-bearing

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION