헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λιχνεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λιχνεύω

형태분석: λιχνεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: li/xnos

  1. 핥다, 핥아 먹다
  2. 갈망하다, 탐나다, 탐내다, 진정으로 사랑하다, 열망하다
  1. to lick
  2. to lick up: - , to desire greedily, covet

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λιχνεύω

(나는) 핥는다

λιχνεύεις

(너는) 핥는다

λιχνεύει

(그는) 핥는다

쌍수 λιχνεύετον

(너희 둘은) 핥는다

λιχνεύετον

(그 둘은) 핥는다

복수 λιχνεύομεν

(우리는) 핥는다

λιχνεύετε

(너희는) 핥는다

λιχνεύουσιν*

(그들은) 핥는다

접속법단수 λιχνεύω

(나는) 핥자

λιχνεύῃς

(너는) 핥자

λιχνεύῃ

(그는) 핥자

쌍수 λιχνεύητον

(너희 둘은) 핥자

λιχνεύητον

(그 둘은) 핥자

복수 λιχνεύωμεν

(우리는) 핥자

λιχνεύητε

(너희는) 핥자

λιχνεύωσιν*

(그들은) 핥자

기원법단수 λιχνεύοιμι

(나는) 핥기를 (바라다)

λιχνεύοις

(너는) 핥기를 (바라다)

λιχνεύοι

(그는) 핥기를 (바라다)

쌍수 λιχνεύοιτον

(너희 둘은) 핥기를 (바라다)

λιχνευοίτην

(그 둘은) 핥기를 (바라다)

복수 λιχνεύοιμεν

(우리는) 핥기를 (바라다)

λιχνεύοιτε

(너희는) 핥기를 (바라다)

λιχνεύοιεν

(그들은) 핥기를 (바라다)

명령법단수 λίχνευε

(너는) 핥아라

λιχνευέτω

(그는) 핥아라

쌍수 λιχνεύετον

(너희 둘은) 핥아라

λιχνευέτων

(그 둘은) 핥아라

복수 λιχνεύετε

(너희는) 핥아라

λιχνευόντων, λιχνευέτωσαν

(그들은) 핥아라

부정사 λιχνεύειν

핥는 것

분사 남성여성중성
λιχνευων

λιχνευοντος

λιχνευουσα

λιχνευουσης

λιχνευον

λιχνευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λιχνεύομαι

(나는) 핥어진다

λιχνεύει, λιχνεύῃ

(너는) 핥어진다

λιχνεύεται

(그는) 핥어진다

쌍수 λιχνεύεσθον

(너희 둘은) 핥어진다

λιχνεύεσθον

(그 둘은) 핥어진다

복수 λιχνευόμεθα

(우리는) 핥어진다

λιχνεύεσθε

(너희는) 핥어진다

λιχνεύονται

(그들은) 핥어진다

접속법단수 λιχνεύωμαι

(나는) 핥어지자

λιχνεύῃ

(너는) 핥어지자

λιχνεύηται

(그는) 핥어지자

쌍수 λιχνεύησθον

(너희 둘은) 핥어지자

λιχνεύησθον

(그 둘은) 핥어지자

복수 λιχνευώμεθα

(우리는) 핥어지자

λιχνεύησθε

(너희는) 핥어지자

λιχνεύωνται

(그들은) 핥어지자

기원법단수 λιχνευοίμην

(나는) 핥어지기를 (바라다)

λιχνεύοιο

(너는) 핥어지기를 (바라다)

λιχνεύοιτο

(그는) 핥어지기를 (바라다)

쌍수 λιχνεύοισθον

(너희 둘은) 핥어지기를 (바라다)

λιχνευοίσθην

(그 둘은) 핥어지기를 (바라다)

복수 λιχνευοίμεθα

(우리는) 핥어지기를 (바라다)

λιχνεύοισθε

(너희는) 핥어지기를 (바라다)

λιχνεύοιντο

(그들은) 핥어지기를 (바라다)

명령법단수 λιχνεύου

(너는) 핥어져라

λιχνευέσθω

(그는) 핥어져라

쌍수 λιχνεύεσθον

(너희 둘은) 핥어져라

λιχνευέσθων

(그 둘은) 핥어져라

복수 λιχνεύεσθε

(너희는) 핥어져라

λιχνευέσθων, λιχνευέσθωσαν

(그들은) 핥어져라

부정사 λιχνεύεσθαι

핥어지는 것

분사 남성여성중성
λιχνευομενος

λιχνευομενου

λιχνευομενη

λιχνευομενης

λιχνευομενον

λιχνευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλίχνευον

(나는) 핥고 있었다

ἐλίχνευες

(너는) 핥고 있었다

ἐλίχνευεν*

(그는) 핥고 있었다

쌍수 ἐλιχνεύετον

(너희 둘은) 핥고 있었다

ἐλιχνευέτην

(그 둘은) 핥고 있었다

복수 ἐλιχνεύομεν

(우리는) 핥고 있었다

ἐλιχνεύετε

(너희는) 핥고 있었다

ἐλίχνευον

(그들은) 핥고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐλιχνευόμην

(나는) 핥어지고 있었다

ἐλιχνεύου

(너는) 핥어지고 있었다

ἐλιχνεύετο

(그는) 핥어지고 있었다

쌍수 ἐλιχνεύεσθον

(너희 둘은) 핥어지고 있었다

ἐλιχνευέσθην

(그 둘은) 핥어지고 있었다

복수 ἐλιχνευόμεθα

(우리는) 핥어지고 있었다

ἐλιχνεύεσθε

(너희는) 핥어지고 있었다

ἐλιχνεύοντο

(그들은) 핥어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δ’ οὗν Θουκυδίδησ ἀεὶ τῷ λόγῳ πρὸσ ταύτην ἁμιλλᾶται τὴν ἐνάργειαν αν, οἱο͂ν θεατὴν ποιῆσαι τὸν ἀκροατὴν καὶ τὰ γιγνόμενα περὶ τοὺσ ὁρῶντασ ἐκπληκτικὰ καὶ ταρακτικὰ πάθη τοῖσ ἀναγινώσκουσιν ἐνεργάσασθαι λιχνευόμενοσ. (Plutarch, De gloria Atheniensium, section 3 1:2)

    (플루타르코스, De gloria Atheniensium, section 3 1:2)

  • ὁ γοῦν Θουκυδίδησ ἀεὶ τῷ λόγῳ πρὸσ ταύτην ἁμιλλᾶται τὴν ἐνάργειαν, οἱο͂ν θεατὴν ποιῆσαι τὸν ἀκροατὴν καὶ τὰ γιγνόμενα περὶ τοὺσ ὁρῶντασ ἐκπληκτικὰ καὶ ταρακτικὰ πάθη τοῖσ ἀναγιγνώσκουσιν ἐνεργάσασθαι λιχνευόμενοσ. (Plutarch, De gloria Atheniensium, section 3 3:1)

    (플루타르코스, De gloria Atheniensium, section 3 3:1)

유의어

  1. 핥다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION