Ancient Greek-English Dictionary Language

λιτός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λιτός λιτή λιτόν

Structure: λιτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: li/tomai

Sense

  1. suppliant, supplicatory

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ποτεστατεμ δεδιτ, ϝιχερυντθυε νον θυασι τψραννι πιγνορα σεδ θυασι σενατοριι ορδινισ ιν συμμα σεξυριτατε, ξυμ ιλλισ ετιαμ ιν λιτε οβιξι φορτυναμ προπριαε ϝετυισσετ δομυσ, δαμνατισ αλιθυιβυσ ινιυριαρυμ, θυι ιν εοσ πετυλαντεσ φυισσεντ, θυοσ θυιδεμ αμιταε συαε μαριτο ξομμενδαϝιτ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 1, avidius cassius, chapter 9 4:1)
  • ιπσεθυε προφεσσυσ εστ νυλλιυσ σε αδιτυρυμ ηερεδιτατεμ, θυαε αυτ αδυλατιονε αλιξυιυσ δελατα εσσετ αυτ λιτε περπλεχα, υτ λεγιτιμι ηερεδεσ ετ νεξεσσαριι πριϝαρεντυρ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 1, helvius pertinax, chapter 7 3:1)

Synonyms

  1. suppliant

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION