Ancient Greek-English Dictionary Language

λῃστικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λῃστικός λῃστική λῃστικόν

Structure: λῃστικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. inclined to rob, piratical, buccaneering, piracy, a band of robbers
  2. in the manner of pirates;

Examples

  • ὅσα μὲν δὴ στρατιώτησ ὢν ἐν σφενδονήτου καὶ ψιλοῦ μέρει τὸ ἀπ’ ἀρχῆσ ἐναντί’ ἐστράτευται τῇ πόλει, οὐ τίθημ’ ἐν ἀδικήματοσ μέρει, οὐδ’ ὅτι λῃστικόν ποτε πλοῖον ἔχων ἐλῄζετο τοὺσ ὑμετέρουσ συμμάχουσ, ἀλλ’ ἐῶ ταῦτα. (Demosthenes, Speeches 21-30, 207:1)
  • καὶ πρῶτον μὲν τὴν ἐπικειμένην ἐκάθηρε θάλατταν, ἐοίκα δὲ οὐ τὸ πρῶτον λέγειν τῶν ἔργων, καὶ τῆσ Ἑλλάδοσ ὥσπερ λήμην ἀφεῖλε, τοὺσ ἐπὶ τῶν προθύρων ὀχληροὺσ ἀναστήσασα, λέγω τὸ λῃστικὸν ἅπαν καὶ βαρβαρικὸν, καὶ καταναγκάσασα ὡσ πορρωτάτω τῆσ Ἑλληνικῆσ παραλίασ καὶ τῶν εἴσπλων ἀποχωρῆσαι. (Aristides, Aelius, Orationes, 22:10)

Synonyms

  1. in the manner of pirates

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION