Ancient Greek-English Dictionary Language

λῃστικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λῃστικός λῃστική λῃστικόν

Structure: λῃστικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. inclined to rob, piratical, buccaneering, piracy, a band of robbers
  2. in the manner of pirates;

Examples

  • οἱ δὲ τοὺσ λῃστὰσ ἐκεῖνοι καταδιώξαντεσ καὶ τὰ νεώρια κοσμήσαντεσ τοῖσ ἐμβόλοισ καὶ ταῖσ μεγάλαισ ἐκείναισ τριήρεσιν, ἃσ ἡμεῖσ εἴδομεν πρὸ τοῦ σεισμοῦ, πρὸσ θεῶν εἰ μὴ Τυρρηνοῖσ μηδὲ τοῖσ πλοίοισ τοῖσ λῃστικοῖσ, ἀλλ’ αὐτοῖσ κατὰ ναῦν ἐμάχοντο, ἆρ’ ἄν ποτε τῆσ θαλάττησ ἦρξαν, ἢ τοὺσ κόσμουσ τούτουσ εἰσήγαγον εἰσ τὴν πόλιν, ἢ φιλοτιμεῖσθαι τοῖσ ἐξ αὑτῶν ἐπὶ τοῖσ ἔργοισ τούτοισ κατέλιπον; (Aristides, Aelius, Orationes, 14:11)

Synonyms

  1. in the manner of pirates

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION