Ancient Greek-English Dictionary Language

λεπτουργέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: λεπτουργέω

Structure: λεπτουργέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to do fine work

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λεπτούργω λεπτούργεις λεπτούργει
Dual λεπτούργειτον λεπτούργειτον
Plural λεπτούργουμεν λεπτούργειτε λεπτούργουσιν*
SubjunctiveSingular λεπτούργω λεπτούργῃς λεπτούργῃ
Dual λεπτούργητον λεπτούργητον
Plural λεπτούργωμεν λεπτούργητε λεπτούργωσιν*
OptativeSingular λεπτούργοιμι λεπτούργοις λεπτούργοι
Dual λεπτούργοιτον λεπτουργοίτην
Plural λεπτούργοιμεν λεπτούργοιτε λεπτούργοιεν
ImperativeSingular λεπτοῦργει λεπτουργεῖτω
Dual λεπτούργειτον λεπτουργεῖτων
Plural λεπτούργειτε λεπτουργοῦντων, λεπτουργεῖτωσαν
Infinitive λεπτούργειν
Participle MasculineFeminineNeuter
λεπτουργων λεπτουργουντος λεπτουργουσα λεπτουργουσης λεπτουργουν λεπτουργουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular λεπτούργουμαι λεπτούργει, λεπτούργῃ λεπτούργειται
Dual λεπτούργεισθον λεπτούργεισθον
Plural λεπτουργοῦμεθα λεπτούργεισθε λεπτούργουνται
SubjunctiveSingular λεπτούργωμαι λεπτούργῃ λεπτούργηται
Dual λεπτούργησθον λεπτούργησθον
Plural λεπτουργώμεθα λεπτούργησθε λεπτούργωνται
OptativeSingular λεπτουργοίμην λεπτούργοιο λεπτούργοιτο
Dual λεπτούργοισθον λεπτουργοίσθην
Plural λεπτουργοίμεθα λεπτούργοισθε λεπτούργοιντο
ImperativeSingular λεπτούργου λεπτουργεῖσθω
Dual λεπτούργεισθον λεπτουργεῖσθων
Plural λεπτούργεισθε λεπτουργεῖσθων, λεπτουργεῖσθωσαν
Infinitive λεπτούργεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
λεπτουργουμενος λεπτουργουμενου λεπτουργουμενη λεπτουργουμενης λεπτουργουμενον λεπτουργουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τῶν γὰρ ἡγεμόνων καὶ φίλων ἕκαστοσ στοχαζόμενοσ τῆσ τοῦ βασιλέωσ ἀρεσκείασ κατεσκεύαζεν εἴδωλα δι’ ἐλέφαντοσ καὶ χρυσοῦ καὶ τῶν ἄλλων τῶν θαυμαζομένων παρ’ ἀνθρώποισ, αὐτὸσ δὲ τοὺσ ἀρχιτέκτονασ ἀθροίσασ καὶ λεπτουργῶν πλῆθοσ τοῦ μὲν τείχουσ καθεῖλεν ἐπὶ δέκα σταδίουσ, τὴν δ’ ὀπτὴν πλίνθον ἀναλεξάμενοσ καὶ τὸν δεχόμενον τὴν πυρὰν τόπον ὁμαλὸν κατασκευάσασ ᾠκοδόμησε τετράπλευρον πυράν, σταδιαίασ οὔσησ ἑκάστησ πλευρᾶσ. (Diodorus Siculus, Library, book xvii, chapter 114 9:1)

Synonyms

  1. to do fine work

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION