- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λειογένειος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: leiogeneios 고전 발음: [오게네] 신약 발음: [리오개니오]

기본형: λειογένειος λειογένειον

형태분석: λειογενει (어간) + ος (어미)

어원: γένειον

  1. smooth-chinned

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 λειογένειος

(이)가

λειογένειον

(것)가

속격 λειογενείου

(이)의

λειογενείου

(것)의

여격 λειογενείῳ

(이)에게

λειογενείῳ

(것)에게

대격 λειογένειον

(이)를

λειογένειον

(것)를

호격 λειογένειε

(이)야

λειογένειον

(것)야

쌍수주/대/호 λειογενείω

(이)들이

λειογενείω

(것)들이

속/여 λειογενείοιν

(이)들의

λειογενείοιν

(것)들의

복수주격 λειογένειοι

(이)들이

λειογένεια

(것)들이

속격 λειογενείων

(이)들의

λειογενείων

(것)들의

여격 λειογενείοις

(이)들에게

λειογενείοις

(것)들에게

대격 λειογενείους

(이)들을

λειογένεια

(것)들을

호격 λειογένειοι

(이)들아

λειογένεια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἴπας ταῦτα, συνέπαινοι γὰρ ἦσαν οἱ Πέρσαι, γυναῖκας μὲν ἐξελθούσας ἀπέπεμπε ἐς τὴν γυναικηίην, αὐτὸς δὲ ὁ Ἀλέξανδρος ἴσους τῇσι γυναιξὶ ἀριθμὸν ἄνδρας λειογενείους τῇ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι σκευάσας καὶ ἐγχειρίδια δοὺς ἦγε ἔσω, παράγων δὲ τούτους ἔλεγε τοῖσι Πέρσῃσι τάδε. (Herodotus, The Histories, book 5, chapter 20 4:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 5, chapter 20 4:1)

유의어

  1. smooth-chinned

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION