- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κωπήρης?

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: kōpērēs 고전 발음: [꼬:뻬:레:] 신약 발음: [꼬뻬레]

기본형: κωπήρης κωπήρες

형태분석: κωπηρη (어간) + ς (어미)

어원: Ἄρω

  1. furnished with oars
  2. holding the oar

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 κωπήρης

(이)가

κώπηρες

(것)가

속격 κωπήρους

(이)의

κωπήρους

(것)의

여격 κωπήρει

(이)에게

κωπήρει

(것)에게

대격 κωπήρη

(이)를

κώπηρες

(것)를

호격 κωπῆρες

(이)야

κώπηρες

(것)야

쌍수주/대/호 κωπήρει

(이)들이

κωπήρει

(것)들이

속/여 κωπήροιν

(이)들의

κωπήροιν

(것)들의

복수주격 κωπήρεις

(이)들이

κωπήρη

(것)들이

속격 κωπήρων

(이)들의

κωπήρων

(것)들의

여격 κωπήρεσι(ν)

(이)들에게

κωπήρεσι(ν)

(것)들에게

대격 κωπήρεις

(이)들을

κωπήρη

(것)들을

호격 κωπήρεις

(이)들아

κωπήρη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κινεῖται κωπήρης χείρ· (Euripides, The Trojan Women, choral, strophe 19)

    (에우리피데스, The Trojan Women, choral, strophe 19)

  • προύργου δ ἐς ἀλκὴν σῶμ ὅπλοις ἠσκήσατο, ὡς βαρβάρων τρόπαια μυρίων χερὶ θήσων, ὅταν κωπῆρες ἐσβῶμεν σκάφος, πέπλους δ ἀμείψας ἀντὶ ναυφθόρου στολῆς ἐγώ νιν ἐξήσκησα, καὶ λουτροῖς χρόα ἔδωκα, χρόνια νίπτρα ποταμίας δρόσου. (Euripides, Helen, episode6)

    (에우리피데스, Helen, episode6)

  • ἐντεῦθεν ὁρμήσας Ἀλέξανδρος τὴν ἔξω θάλασσαν ἐπιδεῖν, καὶ πολλὰ πορθμεῖα κωπήρη καὶ σχεδίας πηξάμενος, ἐκομίζετο τοῖς ποταμοῖς ὑποφερόμενος σχολαίως. (Plutarch, Alexander, chapter 63 1:1)

    (플루타르코스, Alexander, chapter 63 1:1)

  • αὐτῶν δὲ τῶν ἡγεμόνων Ἀντώνιος μὲν ἐπεφοίτα πανταχόσε κωπήρει, τοὺς στρατιώτας παρακαλῶν ὑπὸ βρίθους τῶν νεῶν ὥσπερ ἐκ γῆς ἑδραίους μάχεσθαι, τοῖς δὲ κυβερνήταις διακελευόμενος ὥσπερ ὁρμούσαις ἀτρέμα ταῖς ναυσὶ δέχεσθαι τὰς ἐμβολὰς τῶν πολεμίων, τὴν περὶ τὸ στόμα δυσχωρίαν φυλάττοντας. (Plutarch, Antony, chapter 65 2:3)

    (플루타르코스, Antony, chapter 65 2:3)

  • ὡς δὲ πλῆθος ἐν στενῷ νεῶν ἤθροιστ ἀρωγὴ δ οὔτις ἀλλήλοις παρῆν, αὐτοὶ δ ὑφ αὑτῶν ἐμβόλοις χαλκοστόμοις παίοντ, ἔθραυον πάντα κωπήρη στόλον, Ἑλληνικαί τε νῆες οὐκ ἀφρασμόνως κύκλῳ πέριξ ἔθεινον, ὑπτιοῦτο δὲ σκάφη νεῶν, θάλασσα δ οὐκέτ ἦν ἰδεῖν, ναυαγίων πλήθουσα καὶ φόνου βροτῶν. (Aeschylus, Persians, episode 3:9)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, episode 3:9)

유의어

  1. furnished with oars

  2. holding the oar

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION