Ancient Greek-English Dictionary Language

κωλυτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κωλυτικός κωλυτική κωλυτικόν

Structure: κωλυτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from kwlu/w

Sense

  1. preventive

Examples

  • τοῦτό <γάρ> ἐστιν ἑκάστῳ ἀγαθόν, καὶ οὗ παρόντοσ εὖ διάκειται καὶ αὐτάρκωσ ἔχει, καὶ τὸ αὔταρκεσ, καὶ τὸ ποιητικὸν ἢ φυλακτικὸν τῶν τοιούτων, καὶ ᾧ ἀκολουθεῖ τὰ τοιαῦτα, καὶ τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων καὶ τὰ φθαρτικά. (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 6 2:2)
  • διὸ κωλυτικὰ μὲν ἐλέου πάντα ταῦτ’ ἐστί, διαφέρει δὲ διὰ τὰσ εἰρημένασ αἰτίασ, ὥστε πρὸσ τὸ μὴ ἐλεεινὰ ποιεῖν ἅπαντα ὁμοίωσ χρήσιμα. (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 9 5:4)
  • τοῖσ δὲ λεχθεῖσιν ἀμφισβήτησίσ τισ ὑποφαίνεται διὰ τὸ μὴ περὶ παντὸσ ἀγαθοῦ τοὺσ λόγουσ εἰρῆσθαι, λέγεσθαι δὲ καθ’ ἓν εἶδοσ τὰ καθ’ αὑτὰ διωκόμενα καὶ ἀγαπώμενα, τὰ δὲ ποιητικὰ τούτων ἢ φυλακτικά πωσ ἢ τῶν ἐναντίων κωλυτικὰ διὰ ταῦτα λέγεσθαι καὶ τρόπον ἄλλον. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 1 42:4)
  • ἂν οὖν μηδὲν τούτων ποιῇ, μήπω εἴπῃσ ἐλεύθερον, ἀλλὰ τὰ δόγματα αὐτοῦ κατάμαθε, μή τι ἀναγκαστά, μή τι κωλυτικά, μή τι δυσροητικά· (Epictetus, Works, book 4, 58:1)

Synonyms

  1. preventive

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION