Ancient Greek-English Dictionary Language

κολοβόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κολοβόω κολοβώσω

Structure: κολοβό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to dock, curtail, shorten

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κολόβω κολόβοις κολόβοι
Dual κολόβουτον κολόβουτον
Plural κολόβουμεν κολόβουτε κολόβουσιν*
SubjunctiveSingular κολόβω κολόβοις κολόβοι
Dual κολόβωτον κολόβωτον
Plural κολόβωμεν κολόβωτε κολόβωσιν*
OptativeSingular κολόβοιμι κολόβοις κολόβοι
Dual κολόβοιτον κολοβοίτην
Plural κολόβοιμεν κολόβοιτε κολόβοιεν
ImperativeSingular κολο͂βου κολοβοῦτω
Dual κολόβουτον κολοβοῦτων
Plural κολόβουτε κολοβοῦντων, κολοβοῦτωσαν
Infinitive κολόβουν
Participle MasculineFeminineNeuter
κολοβων κολοβουντος κολοβουσα κολοβουσης κολοβουν κολοβουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κολόβουμαι κολόβοι κολόβουται
Dual κολόβουσθον κολόβουσθον
Plural κολοβοῦμεθα κολόβουσθε κολόβουνται
SubjunctiveSingular κολόβωμαι κολόβοι κολόβωται
Dual κολόβωσθον κολόβωσθον
Plural κολοβώμεθα κολόβωσθε κολόβωνται
OptativeSingular κολοβοίμην κολόβοιο κολόβοιτο
Dual κολόβοισθον κολοβοίσθην
Plural κολοβοίμεθα κολόβοισθε κολόβοιντο
ImperativeSingular κολόβου κολοβοῦσθω
Dual κολόβουσθον κολοβοῦσθων
Plural κολόβουσθε κολοβοῦσθων, κολοβοῦσθωσαν
Infinitive κολόβουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κολοβουμενος κολοβουμενου κολοβουμενη κολοβουμενης κολοβουμενον κολοβουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to dock

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION