κλών
3군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
κλών
κλωνός
형태분석:
κλων
(어간)
뜻
- 가지, 작은 가지, 나뭇가지, 싹
- twig, spray, slip
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- βρωθείησαν αὐτοῦ κλῶνεσ ποδῶν, κατέδεται δὲ αὐτοῦ τὰ ὡραῖα θάνατοσ. (Septuagint, Liber Iob 18:13)
(70인역 성경, 욥기 18:13)
- σκιάζονται δὲ ἐν αὐτῷ δένδρα μεγάλα σὺν ραδάμνοισ καὶ κλῶνεσ ἀγροῦ. (Septuagint, Liber Iob 40:22)
(70인역 성경, 욥기 40:22)
- περικλασθήσονται κλῶνεσ ἀτέλεστοι, καὶ ὁ καρπὸσ αὐτῶν ἄχρηστοσ, ἄωροσ εἰσ βρῶσιν καὶ εἰσ οὐθὲν ἐπιτήδειοσ. (Septuagint, Liber Sapientiae 4:5)
(70인역 성경, 지혜서 4:5)
- πόθεν, εἰ μή ποτε παρὰ τῶν Μουσῶν κλῶνα δάφνησ καθάπερ ὁ ποιμὴν ἐκεῖνοσ λαβών; (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 3:3)
(루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 3:3)
- Ἀγαμέμνονοσ δὲ τύμβοσ ἠτιμασμένοσ οὔπω χοάσ ποτ’ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνησ ἔλαβε, πυρὰ δὲ χέρσοσ ἀγλαϊσμάτων. (Euripides, episode 2:6)
(에우리피데스, episode 2:6)
- ὣσ κλῶν’ ὄρειον ὁ ξένοσ χεροῖν ἄγων ἔκαμπτεν ἐσ γῆν, ἔργματ’ οὐχὶ θνητὰ δρῶν. (Euripides, episode, lyric 3:4)
(에우리피데스, episode, lyric 3:4)
- κισσοῦ δ’ ἄλλοτε κλῶν’ εὐρυρρίζου καπέτοισιν, πολλάκι δὲ στέφοσ αὐτὸ κορυμβηλοῖο φυτεύσαισ Θρασκίω ἢ ἀργωπὸν ἠὲ κλαδέεσσι πλανήτην βλαστοδρεπῆ δὲ χυτοῖο καεὶσ μίαν ὄρσεο κόρσην, σπεῖραν ὑπὸ σπυρίδεσσι νεοπλέκτοιοι καθάπτων, ὄφρα δύο κροκόωντεσ ἐπιζυγέοντε κορύμβοι μέσφα συνωρίζωσιν ὑπερφιάλοιο μετώπου, χλωροῖσ ἀμφοτέρωθεν ἐπηρεφέεσ πετάλοισιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 31 2:1)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 31 2:1)
유의어
-
가지
- μύρτος (a twig or spray of myrtle)