헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κιναιδία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κιναιδία

형태분석: κιναιδι (어간) + ᾱ (어미)

어원: from ki/naidos

  1. 욕망, 여색
  1. lust

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κιναιδία

욕망이

κιναιδίᾱ

욕망들이

κιναιδίαι

욕망들이

속격 κιναιδίᾱς

욕망의

κιναιδίαιν

욕망들의

κιναιδιῶν

욕망들의

여격 κιναιδίᾱͅ

욕망에게

κιναιδίαιν

욕망들에게

κιναιδίαις

욕망들에게

대격 κιναιδίᾱν

욕망을

κιναιδίᾱ

욕망들을

κιναιδίᾱς

욕망들을

호격 κιναιδίᾱ

욕망아

κιναιδίᾱ

욕망들아

κιναιδίαι

욕망들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κυνικοῦ δέ τινοσ ἐπὶ λίθον ἀναβάντοσ καὶ αὐτὸ τοῦτο κατηγοροῦντοσ αὐτοῦ καὶ εἰσ κιναιδίαν διαβάλλοντοσ, ἀγανακτήσασ καὶ κατασπασθῆναι τὸν Κυνικὸν κελεύσασ ἔμελλεν ἢ ξύλοισ συντρίψειν ἢ καὶ φυγῇ ζημιώσειν ἀλλ’ ὅ γε Δημῶναξ παρατυχὼν παρῃτεῖτο συγγνώμην ἔχειν αὐτῷ κατά τινα πάτριον τοῖσ Κυνικοῖσ παρρησίαν θρασυνομένῳ. (Lucian, (no name) 50:3)

    (루키아노스, (no name) 50:3)

  • τάχ’ οὖν διὰ τὴν πολλὴν ταύτην ἀσωτίαν καὶ κιναιδίαν τοὔνομα αὐτοῦ παρέλιπε Δημοσθένησ ἐν τῷ περὶ ἀτελειῶν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 60 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 60 3:1)

  • ἐν παισὶ μὲν γὰρ ὢν ἐκλήθη δι’ αἰσχρουργίαν τινὰ καὶ κιναιδίαν Βάταλοσ, ἐκ παίδων δὲ ἀπαλλαττόμενοσ καὶ δεκαταλάντουσ δίκασ ἑκάστῳ τῶν ἐπιτρόπων λαγχάνων, Ἀργᾶσ, ἀνὴρ δὲ γενόμενοσ προσείληφε τὴν τῶν πονηρῶν κοινὴν ἐπωνυμίαν, συκοφάντησ. (Aeschines, Speeches, , section 994)

    (아이스키네스, 연설, , section 994)

유의어

  1. 욕망

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION