헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατουρίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατουρίζω κατουρίσω

형태분석: κατ (접두사) + οὐρίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to bring into port with a fair wind, brings, to port or to fulfilment, come to fulfilment

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατουρίζω

κατουρίζεις

κατουρίζει

쌍수 κατουρίζετον

κατουρίζετον

복수 κατουρίζομεν

κατουρίζετε

κατουρίζουσιν*

접속법단수 κατουρίζω

κατουρίζῃς

κατουρίζῃ

쌍수 κατουρίζητον

κατουρίζητον

복수 κατουρίζωμεν

κατουρίζητε

κατουρίζωσιν*

기원법단수 κατουρίζοιμι

κατουρίζοις

κατουρίζοι

쌍수 κατουρίζοιτον

κατουριζοίτην

복수 κατουρίζοιμεν

κατουρίζοιτε

κατουρίζοιεν

명령법단수 κατούριζε

κατουριζέτω

쌍수 κατουρίζετον

κατουριζέτων

복수 κατουρίζετε

κατουριζόντων, κατουριζέτωσαν

부정사 κατουρίζειν

분사 남성여성중성
κατουριζων

κατουριζοντος

κατουριζουσα

κατουριζουσης

κατουριζον

κατουριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατουρίζομαι

κατουρίζει, κατουρίζῃ

κατουρίζεται

쌍수 κατουρίζεσθον

κατουρίζεσθον

복수 κατουριζόμεθα

κατουρίζεσθε

κατουρίζονται

접속법단수 κατουρίζωμαι

κατουρίζῃ

κατουρίζηται

쌍수 κατουρίζησθον

κατουρίζησθον

복수 κατουριζώμεθα

κατουρίζησθε

κατουρίζωνται

기원법단수 κατουριζοίμην

κατουρίζοιο

κατουρίζοιτο

쌍수 κατουρίζοισθον

κατουριζοίσθην

복수 κατουριζοίμεθα

κατουρίζοισθε

κατουρίζοιντο

명령법단수 κατουρίζου

κατουριζέσθω

쌍수 κατουρίζεσθον

κατουριζέσθων

복수 κατουρίζεσθε

κατουριζέσθων, κατουριζέσθωσαν

부정사 κατουρίζεσθαι

분사 남성여성중성
κατουριζομενος

κατουριζομενου

κατουριζομενη

κατουριζομενης

κατουριζομενον

κατουριζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατουρίσω

κατουρίσεις

κατουρίσει

쌍수 κατουρίσετον

κατουρίσετον

복수 κατουρίσομεν

κατουρίσετε

κατουρίσουσιν*

기원법단수 κατουρίσοιμι

κατουρίσοις

κατουρίσοι

쌍수 κατουρίσοιτον

κατουρισοίτην

복수 κατουρίσοιμεν

κατουρίσοιτε

κατουρίσοιεν

부정사 κατουρίσειν

분사 남성여성중성
κατουρισων

κατουρισοντος

κατουρισουσα

κατουρισουσης

κατουρισον

κατουρισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατουρίσομαι

κατουρίσει, κατουρίσῃ

κατουρίσεται

쌍수 κατουρίσεσθον

κατουρίσεσθον

복수 κατουρισόμεθα

κατουρίσεσθε

κατουρίσονται

기원법단수 κατουρισοίμην

κατουρίσοιο

κατουρίσοιτο

쌍수 κατουρίσοισθον

κατουρισοίσθην

복수 κατουρισοίμεθα

κατουρίσοισθε

κατουρίσοιντο

부정사 κατουρίσεσθαι

분사 남성여성중성
κατουρισομενος

κατουρισομενου

κατουρισομενη

κατουρισομενης

κατουρισομενον

κατουρισομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τάδ’ ὀρθῶσ ἔμπεδα κατουρίζει. (Sophocles, Trachiniae, choral, strophe 12)

    (소포클레스, 트라키니아이, choral, strophe 12)

유의어

  1. to bring into port with a fair wind

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION