헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατορρωδέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατορρωδέω κατορρωδήσω

형태분석: κατ (접두사) + ὀρρωδέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 무서워하다
  1. to be dismayed at, dread greatly
  2. to be afraid, be in fear

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατορρώδω

κατορρώδεις

κατορρώδει

쌍수 κατορρώδειτον

κατορρώδειτον

복수 κατορρώδουμεν

κατορρώδειτε

κατορρώδουσιν*

접속법단수 κατορρώδω

κατορρώδῃς

κατορρώδῃ

쌍수 κατορρώδητον

κατορρώδητον

복수 κατορρώδωμεν

κατορρώδητε

κατορρώδωσιν*

기원법단수 κατορρώδοιμι

κατορρώδοις

κατορρώδοι

쌍수 κατορρώδοιτον

κατορρωδοίτην

복수 κατορρώδοιμεν

κατορρώδοιτε

κατορρώδοιεν

명령법단수 κατορρῶδει

κατορρωδεῖτω

쌍수 κατορρώδειτον

κατορρωδεῖτων

복수 κατορρώδειτε

κατορρωδοῦντων, κατορρωδεῖτωσαν

부정사 κατορρώδειν

분사 남성여성중성
κατορρωδων

κατορρωδουντος

κατορρωδουσα

κατορρωδουσης

κατορρωδουν

κατορρωδουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατορρώδουμαι

κατορρώδει, κατορρώδῃ

κατορρώδειται

쌍수 κατορρώδεισθον

κατορρώδεισθον

복수 κατορρωδοῦμεθα

κατορρώδεισθε

κατορρώδουνται

접속법단수 κατορρώδωμαι

κατορρώδῃ

κατορρώδηται

쌍수 κατορρώδησθον

κατορρώδησθον

복수 κατορρωδώμεθα

κατορρώδησθε

κατορρώδωνται

기원법단수 κατορρωδοίμην

κατορρώδοιο

κατορρώδοιτο

쌍수 κατορρώδοισθον

κατορρωδοίσθην

복수 κατορρωδοίμεθα

κατορρώδοισθε

κατορρώδοιντο

명령법단수 κατορρώδου

κατορρωδεῖσθω

쌍수 κατορρώδεισθον

κατορρωδεῖσθων

복수 κατορρώδεισθε

κατορρωδεῖσθων, κατορρωδεῖσθωσαν

부정사 κατορρώδεισθαι

분사 남성여성중성
κατορρωδουμενος

κατορρωδουμενου

κατορρωδουμενη

κατορρωδουμενης

κατορρωδουμενον

κατορρωδουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 무서워하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION