헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατορούω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατορούω κατορούσω

형태분석: κατ (접두사) + ὀρού (어간) + ω (인칭어미)

  1. to rush downwards

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατορούω

κατορούεις

κατορούει

쌍수 κατορούετον

κατορούετον

복수 κατορούομεν

κατορούετε

κατορούουσιν*

접속법단수 κατορούω

κατορούῃς

κατορούῃ

쌍수 κατορούητον

κατορούητον

복수 κατορούωμεν

κατορούητε

κατορούωσιν*

기원법단수 κατορούοιμι

κατορούοις

κατορούοι

쌍수 κατορούοιτον

κατορουοίτην

복수 κατορούοιμεν

κατορούοιτε

κατορούοιεν

명령법단수 κατόρουε

κατορουέτω

쌍수 κατορούετον

κατορουέτων

복수 κατορούετε

κατορουόντων, κατορουέτωσαν

부정사 κατορούειν

분사 남성여성중성
κατορουων

κατορουοντος

κατορουουσα

κατορουουσης

κατορουον

κατορουοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατορούομαι

κατορούει, κατορούῃ

κατορούεται

쌍수 κατορούεσθον

κατορούεσθον

복수 κατορουόμεθα

κατορούεσθε

κατορούονται

접속법단수 κατορούωμαι

κατορούῃ

κατορούηται

쌍수 κατορούησθον

κατορούησθον

복수 κατορουώμεθα

κατορούησθε

κατορούωνται

기원법단수 κατορουοίμην

κατορούοιο

κατορούοιτο

쌍수 κατορούοισθον

κατορουοίσθην

복수 κατορουοίμεθα

κατορούοισθε

κατορούοιντο

명령법단수 κατορούου

κατορουέσθω

쌍수 κατορούεσθον

κατορουέσθων

복수 κατορούεσθε

κατορουέσθων, κατορουέσθωσαν

부정사 κατορούεσθαι

분사 남성여성중성
κατορουομενος

κατορουομενου

κατορουομενη

κατορουομενης

κατορουομενον

κατορουομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to rush downwards

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION