헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατισχναίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατισχναίνω κατισχνανῶ

형태분석: κατ (접두사) + ἰσχναίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to make to pine or waste away

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατισχναίνω

κατισχναίνεις

κατισχναίνει

쌍수 κατισχναίνετον

κατισχναίνετον

복수 κατισχναίνομεν

κατισχναίνετε

κατισχναίνουσιν*

접속법단수 κατισχναίνω

κατισχναίνῃς

κατισχναίνῃ

쌍수 κατισχναίνητον

κατισχναίνητον

복수 κατισχναίνωμεν

κατισχναίνητε

κατισχναίνωσιν*

기원법단수 κατισχναίνοιμι

κατισχναίνοις

κατισχναίνοι

쌍수 κατισχναίνοιτον

κατισχναινοίτην

복수 κατισχναίνοιμεν

κατισχναίνοιτε

κατισχναίνοιεν

명령법단수 κατίσχναινε

κατισχναινέτω

쌍수 κατισχναίνετον

κατισχναινέτων

복수 κατισχναίνετε

κατισχναινόντων, κατισχναινέτωσαν

부정사 κατισχναίνειν

분사 남성여성중성
κατισχναινων

κατισχναινοντος

κατισχναινουσα

κατισχναινουσης

κατισχναινον

κατισχναινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατισχναίνομαι

κατισχναίνει, κατισχναίνῃ

κατισχναίνεται

쌍수 κατισχναίνεσθον

κατισχναίνεσθον

복수 κατισχναινόμεθα

κατισχναίνεσθε

κατισχναίνονται

접속법단수 κατισχναίνωμαι

κατισχναίνῃ

κατισχναίνηται

쌍수 κατισχναίνησθον

κατισχναίνησθον

복수 κατισχναινώμεθα

κατισχναίνησθε

κατισχναίνωνται

기원법단수 κατισχναινοίμην

κατισχναίνοιο

κατισχναίνοιτο

쌍수 κατισχναίνοισθον

κατισχναινοίσθην

복수 κατισχναινοίμεθα

κατισχναίνοισθε

κατισχναίνοιντο

명령법단수 κατισχναίνου

κατισχναινέσθω

쌍수 κατισχναίνεσθον

κατισχναινέσθων

복수 κατισχναίνεσθε

κατισχναινέσθων, κατισχναινέσθωσαν

부정사 κατισχναίνεσθαι

분사 남성여성중성
κατισχναινομενος

κατισχναινομενου

κατισχναινομενη

κατισχναινομενης

κατισχναινομενον

κατισχναινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταύτησ ὁ πρεσβύτατοσ τῶν Δαυίδου παίδων Ἀμνὼν ἐρασθείσ, ὡσ οὔτε διὰ τὴν παρθενίαν αὐτῆσ οὔτε διὰ τὴν φυλακὴν τυχεῖν τῆσ ἐπιθυμίασ ἐδύνατο χαλεπῶσ διέκειτο, καὶ τό τε σῶμα τῆσ ὀδύνησ αὐτὸν κατεσθιούσησ κατισχναίνετο καὶ τὴν χρόαν μετέβαλλε. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 7 200:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 7 200:1)

유의어

  1. to make to pine or waste away

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION