헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατηχέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατηχέω

형태분석: κατ (접두사) + ἠχέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 메아리치다, 반향하다, 울리다
  1. to resound, to sound amiss

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατήχω

(나는) 메아리친다

κατήχεις

(너는) 메아리친다

κατήχει

(그는) 메아리친다

쌍수 κατήχειτον

(너희 둘은) 메아리친다

κατήχειτον

(그 둘은) 메아리친다

복수 κατήχουμεν

(우리는) 메아리친다

κατήχειτε

(너희는) 메아리친다

κατήχουσιν*

(그들은) 메아리친다

접속법단수 κατήχω

(나는) 메아리치자

κατήχῃς

(너는) 메아리치자

κατήχῃ

(그는) 메아리치자

쌍수 κατήχητον

(너희 둘은) 메아리치자

κατήχητον

(그 둘은) 메아리치자

복수 κατήχωμεν

(우리는) 메아리치자

κατήχητε

(너희는) 메아리치자

κατήχωσιν*

(그들은) 메아리치자

기원법단수 κατήχοιμι

(나는) 메아리치기를 (바라다)

κατήχοις

(너는) 메아리치기를 (바라다)

κατήχοι

(그는) 메아리치기를 (바라다)

쌍수 κατήχοιτον

(너희 둘은) 메아리치기를 (바라다)

κατηχοίτην

(그 둘은) 메아리치기를 (바라다)

복수 κατήχοιμεν

(우리는) 메아리치기를 (바라다)

κατήχοιτε

(너희는) 메아리치기를 (바라다)

κατήχοιεν

(그들은) 메아리치기를 (바라다)

명령법단수 κατῆχει

(너는) 메아리쳐라

κατηχεῖτω

(그는) 메아리쳐라

쌍수 κατήχειτον

(너희 둘은) 메아리쳐라

κατηχεῖτων

(그 둘은) 메아리쳐라

복수 κατήχειτε

(너희는) 메아리쳐라

κατηχοῦντων, κατηχεῖτωσαν

(그들은) 메아리쳐라

부정사 κατήχειν

메아리치는 것

분사 남성여성중성
κατηχων

κατηχουντος

κατηχουσα

κατηχουσης

κατηχουν

κατηχουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατήχουμαι

(나는) 메아리쳐진다

κατήχει, κατήχῃ

(너는) 메아리쳐진다

κατήχειται

(그는) 메아리쳐진다

쌍수 κατήχεισθον

(너희 둘은) 메아리쳐진다

κατήχεισθον

(그 둘은) 메아리쳐진다

복수 κατηχοῦμεθα

(우리는) 메아리쳐진다

κατήχεισθε

(너희는) 메아리쳐진다

κατήχουνται

(그들은) 메아리쳐진다

접속법단수 κατήχωμαι

(나는) 메아리쳐지자

κατήχῃ

(너는) 메아리쳐지자

κατήχηται

(그는) 메아리쳐지자

쌍수 κατήχησθον

(너희 둘은) 메아리쳐지자

κατήχησθον

(그 둘은) 메아리쳐지자

복수 κατηχώμεθα

(우리는) 메아리쳐지자

κατήχησθε

(너희는) 메아리쳐지자

κατήχωνται

(그들은) 메아리쳐지자

기원법단수 κατηχοίμην

(나는) 메아리쳐지기를 (바라다)

κατήχοιο

(너는) 메아리쳐지기를 (바라다)

κατήχοιτο

(그는) 메아리쳐지기를 (바라다)

쌍수 κατήχοισθον

(너희 둘은) 메아리쳐지기를 (바라다)

κατηχοίσθην

(그 둘은) 메아리쳐지기를 (바라다)

복수 κατηχοίμεθα

(우리는) 메아리쳐지기를 (바라다)

κατήχοισθε

(너희는) 메아리쳐지기를 (바라다)

κατήχοιντο

(그들은) 메아리쳐지기를 (바라다)

명령법단수 κατήχου

(너는) 메아리쳐져라

κατηχεῖσθω

(그는) 메아리쳐져라

쌍수 κατήχεισθον

(너희 둘은) 메아리쳐져라

κατηχεῖσθων

(그 둘은) 메아리쳐져라

복수 κατήχεισθε

(너희는) 메아리쳐져라

κατηχεῖσθων, κατηχεῖσθωσαν

(그들은) 메아리쳐져라

부정사 κατήχεισθαι

메아리쳐지는 것

분사 남성여성중성
κατηχουμενος

κατηχουμενου

κατηχουμενη

κατηχουμενης

κατηχουμενον

κατηχουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηχήσω

(나는) 메아리치겠다

κατηχήσεις

(너는) 메아리치겠다

κατηχήσει

(그는) 메아리치겠다

쌍수 κατηχήσετον

(너희 둘은) 메아리치겠다

κατηχήσετον

(그 둘은) 메아리치겠다

복수 κατηχήσομεν

(우리는) 메아리치겠다

κατηχήσετε

(너희는) 메아리치겠다

κατηχήσουσιν*

(그들은) 메아리치겠다

기원법단수 κατηχήσοιμι

(나는) 메아리치겠기를 (바라다)

κατηχήσοις

(너는) 메아리치겠기를 (바라다)

κατηχήσοι

(그는) 메아리치겠기를 (바라다)

쌍수 κατηχήσοιτον

(너희 둘은) 메아리치겠기를 (바라다)

κατηχησοίτην

(그 둘은) 메아리치겠기를 (바라다)

복수 κατηχήσοιμεν

(우리는) 메아리치겠기를 (바라다)

κατηχήσοιτε

(너희는) 메아리치겠기를 (바라다)

κατηχήσοιεν

(그들은) 메아리치겠기를 (바라다)

부정사 κατηχήσειν

메아리칠 것

분사 남성여성중성
κατηχησων

κατηχησοντος

κατηχησουσα

κατηχησουσης

κατηχησον

κατηχησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηχήσομαι

(나는) 메아리쳐지겠다

κατηχήσει, κατηχήσῃ

(너는) 메아리쳐지겠다

κατηχήσεται

(그는) 메아리쳐지겠다

쌍수 κατηχήσεσθον

(너희 둘은) 메아리쳐지겠다

κατηχήσεσθον

(그 둘은) 메아리쳐지겠다

복수 κατηχησόμεθα

(우리는) 메아리쳐지겠다

κατηχήσεσθε

(너희는) 메아리쳐지겠다

κατηχήσονται

(그들은) 메아리쳐지겠다

기원법단수 κατηχησοίμην

(나는) 메아리쳐지겠기를 (바라다)

κατηχήσοιο

(너는) 메아리쳐지겠기를 (바라다)

κατηχήσοιτο

(그는) 메아리쳐지겠기를 (바라다)

쌍수 κατηχήσοισθον

(너희 둘은) 메아리쳐지겠기를 (바라다)

κατηχησοίσθην

(그 둘은) 메아리쳐지겠기를 (바라다)

복수 κατηχησοίμεθα

(우리는) 메아리쳐지겠기를 (바라다)

κατηχήσοισθε

(너희는) 메아리쳐지겠기를 (바라다)

κατηχήσοιντο

(그들은) 메아리쳐지겠기를 (바라다)

부정사 κατηχήσεσθαι

메아리쳐질 것

분사 남성여성중성
κατηχησομενος

κατηχησομενου

κατηχησομενη

κατηχησομενης

κατηχησομενον

κατηχησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῆχουν

(나는) 메아리치고 있었다

κατῆχεις

(너는) 메아리치고 있었다

κατῆχειν*

(그는) 메아리치고 있었다

쌍수 κατήχειτον

(너희 둘은) 메아리치고 있었다

κατηχεῖτην

(그 둘은) 메아리치고 있었다

복수 κατήχουμεν

(우리는) 메아리치고 있었다

κατήχειτε

(너희는) 메아리치고 있었다

κατῆχουν

(그들은) 메아리치고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηχοῦμην

(나는) 메아리쳐지고 있었다

κατήχου

(너는) 메아리쳐지고 있었다

κατήχειτο

(그는) 메아리쳐지고 있었다

쌍수 κατήχεισθον

(너희 둘은) 메아리쳐지고 있었다

κατηχεῖσθην

(그 둘은) 메아리쳐지고 있었다

복수 κατηχοῦμεθα

(우리는) 메아리쳐지고 있었다

κατήχεισθε

(너희는) 메아리쳐지고 있었다

κατήχουντο

(그들은) 메아리쳐지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION