Ancient Greek-English Dictionary Language

κατηρεφής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κατηρεφής κατηρεφές

Structure: κατηρεφη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: e)re/fw

Sense

  1. covered over, vaulted, overhanging, thick-leaved, covered
  2. covered, shaded, embowered, covered with or by

Examples

  • καὶ κατηρεφεῖ τύμβῳ περιπτύξαντεσ, ὡσ εἴρηκ’ ἐγώ, ἄφετε μόνην ἔρημον, εἴτε χρῇ θανεῖν εἴτ’ ἐν τοιαύτῃ ζῶσα τυμβεύειν στέγῃ· (Sophocles, Antigone, episode3)
  • μέλλουσι γάρ σ’, εἰ τῶνδε μὴ λήξεισ γόων, ἐνταῦθα πέμψειν ἔνθα μή ποθ’ ἡλίου φέγγοσ προσόψει, ζῶσα δ’ ἐν κατηρεφεῖ στέγῃ χθονὸσ τῆσδ’ ἐκτὸσ ὑμνήσεισ κακά. (Sophocles, episode 4:8)
  • τότ’ ἄσμενοί μ’ ὡσ εἶδον ἐκ πολλοῦ σάλου εὕδοντ’ ἐπ’ ἀκτῆσ ἐν κατηρεφεῖ πέτρᾳ, λιπόντεσ ᾤχονθ’, οἱᾶ φωτὶ δυσμόρῳ ῥάκη προθέντεσ βαιὰ καί τι καὶ βορᾶσ ἐπωφέλημα σμικρόν, οἷ’ αὐτοῖσ τύχοι. (Sophocles, Philoctetes, episode 1:5)

Synonyms

  1. covered

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION