Ancient Greek-English Dictionary Language

κατηφής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κατηφής κατηφές

Structure: κατηφη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. with downcast eyes, downcast, mute
  2. dim, obscure, dusk

Examples

  • μάλιστα δ’ ἄν τισ ἀγάσαιτο τὸ φρόνημα καὶ τὴν πρᾳότητα τῆσ πόλεωσ, ὅτε τοῦ ὑπάτου Βάρρωνοσ ἀπὸ τῆσ φυγῆσ ἐπανιόντοσ, ὡσ ἄν τισ αἴσχιστα καὶ δυσποτμότατα πεπραχὼσ ἐπανίοι, ταπεινοῦ καὶ κατηφοῦσ, ἀπήντησεν αὐτῷ περὶ τάσ πύλασ ἥ τε βουλὴ καὶ τὸ πλῆθοσ ἅπαν ἀσπαζόμενοι. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 18 4:1)

Synonyms

  1. dim

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION