Ancient Greek-English Dictionary Language

κατηφής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κατηφής κατηφές

Structure: κατηφη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. with downcast eyes, downcast, mute
  2. dim, obscure, dusk

Examples

  • δέδια τὸ σκυθρωπὸν αὐτοῦ καὶ κατηφέσ, μὴ με ὑλακτήσῃ προσελθόντα ἢ καὶ νὴ Δία δάκῃ γε. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 7:18)
  • καὶ γὰρ ἐν ἐσθῆτι οὖσα πιναρᾷ καὶ κατηφὲσ ὁρῶσα καὶ τὸ καλὸν τῶν ὀμμάτων ἐκτήκουσα τὰσ ἁπάντων ἡρ́παζεν ὄψεισ, οὕτωσ ὑπεράνθρωπόσ τισ ὡρ́α περὶ αὐτὴν καὶ χάρισ ἦν· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 35 3:1)
  • καὶ γὰρ ἐδάκρυσεν καὶ ἐνύστασε, καί τι κατηφὲσ ἔβλεπε, χὠ σφιγχθεὶσ οὐκ ἔμενε στέφανοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 1353)
  • τί πάλιν δεδακρυμένον, ἢ τί κατηφέσ, παιδίον; (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 2122)
  • καὶ μετὰ ταῦτ’ αὐτόσ τε μισούμενοσ ὁ στρατηγὸσ καὶ τῆσ στρατιᾶσ ὅσον ἔτι περιῆν κατηφὲσ καὶ ἄτιμον ἐπαγόμενοσ, τῶν ἀρχαιρεσίων καθηκόντων ἀνέστρεψεν εἰσ τὴν πατρίδα. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 50 11:2)

Synonyms

  1. dim

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION