Ancient Greek-English Dictionary Language

κατηφής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κατηφής κατηφές

Structure: κατηφη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. with downcast eyes, downcast, mute
  2. dim, obscure, dusk

Examples

  • ἆρ’ ἐκείνουσ τοὺσ κατηφεῖσ, τοὺσ συνάμα πολλούσ, τοὺσ τὸ γένειον ὁμοίουσ ἐμοί, τοὺσ λάλουσ; (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 11:3)
  • μὴ δυνηθέντεσ δὲ ἀπελθεῖν, προσμεῖναι γὰρ αὐτοὺσ ἠξίωσα, κατηφεῖσ ἐστησάμενοι τῷ λόγῳ. (Flavius Josephus, 301:3)
  • ὡσ γὰρ οὐδὲ συμβιῶν ἡμῖν ἡδέωσ ἐώρα κατηφεῖσ ὄντασ οὔτε σὲ οὔτε τὴν μητέρα, οὕτωσ οὐδὲ νῦν μετὰ θεῶν ὢν καὶ τούτοισ συνεστιώμενοσ εὐαρεστήσειεν ἂν τῇ τοιαύτῃ ὑμῶν διαγωγῇ. (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 37 4:2)
  • οἱ δὲ στρατιῶται ὠπλισμένοι μὲν αὐτοί, τοῖσ δ’ ἵπποισ κεκοσμημένοισ ἐπηκολούθουν, οὔτε, οἱο͂ν ἐπὶ πένθει τοσούτῳ, κατηφεῖσ οὔτε τῇ νίκῃ γαυριῶντεσ. (Plutarch, Philopoemen, chapter 21 3:2)
  • ἐπεὶ δὲ καιρὸσ ἐπιτήδειοσ ἔδοξεν αὐτοῖσ εἶναι πράττειν τὰ βεβουλευμένα, πλασάμενοι γράμματα καὶ ταῦτα παρασκευάσαντεσ ἀναδοθῆναι σφίσιν ὑπ’ ἀνδρὸσ ἀγνῶτοσ καθημένοισ ἐν ἀγορᾷ, ὡσ διῆλθον αὐτά, παίοντεσ τὰ μέτωπα καὶ κατηφεῖσ τὰσ ὄψεισ ποιήσαντεσ ἀνίστανται. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 9 4:3)

Synonyms

  1. dim

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION