헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατευτυχέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατευτυχέω κατευτυχήσω

형태분석: κατ (접두사) + εὐτυχέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 번영하다, 잘되다, 평가하다
  1. to be quite successful, prosper

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατευτύχω

(나는) 번영한다

κατευτύχεις

(너는) 번영한다

κατευτύχει

(그는) 번영한다

쌍수 κατευτύχειτον

(너희 둘은) 번영한다

κατευτύχειτον

(그 둘은) 번영한다

복수 κατευτύχουμεν

(우리는) 번영한다

κατευτύχειτε

(너희는) 번영한다

κατευτύχουσιν*

(그들은) 번영한다

접속법단수 κατευτύχω

(나는) 번영하자

κατευτύχῃς

(너는) 번영하자

κατευτύχῃ

(그는) 번영하자

쌍수 κατευτύχητον

(너희 둘은) 번영하자

κατευτύχητον

(그 둘은) 번영하자

복수 κατευτύχωμεν

(우리는) 번영하자

κατευτύχητε

(너희는) 번영하자

κατευτύχωσιν*

(그들은) 번영하자

기원법단수 κατευτύχοιμι

(나는) 번영하기를 (바라다)

κατευτύχοις

(너는) 번영하기를 (바라다)

κατευτύχοι

(그는) 번영하기를 (바라다)

쌍수 κατευτύχοιτον

(너희 둘은) 번영하기를 (바라다)

κατευτυχοίτην

(그 둘은) 번영하기를 (바라다)

복수 κατευτύχοιμεν

(우리는) 번영하기를 (바라다)

κατευτύχοιτε

(너희는) 번영하기를 (바라다)

κατευτύχοιεν

(그들은) 번영하기를 (바라다)

명령법단수 κατευτῦχει

(너는) 번영해라

κατευτυχεῖτω

(그는) 번영해라

쌍수 κατευτύχειτον

(너희 둘은) 번영해라

κατευτυχεῖτων

(그 둘은) 번영해라

복수 κατευτύχειτε

(너희는) 번영해라

κατευτυχοῦντων, κατευτυχεῖτωσαν

(그들은) 번영해라

부정사 κατευτύχειν

번영하는 것

분사 남성여성중성
κατευτυχων

κατευτυχουντος

κατευτυχουσα

κατευτυχουσης

κατευτυχουν

κατευτυχουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατευτύχουμαι

(나는) 번영된다

κατευτύχει, κατευτύχῃ

(너는) 번영된다

κατευτύχειται

(그는) 번영된다

쌍수 κατευτύχεισθον

(너희 둘은) 번영된다

κατευτύχεισθον

(그 둘은) 번영된다

복수 κατευτυχοῦμεθα

(우리는) 번영된다

κατευτύχεισθε

(너희는) 번영된다

κατευτύχουνται

(그들은) 번영된다

접속법단수 κατευτύχωμαι

(나는) 번영되자

κατευτύχῃ

(너는) 번영되자

κατευτύχηται

(그는) 번영되자

쌍수 κατευτύχησθον

(너희 둘은) 번영되자

κατευτύχησθον

(그 둘은) 번영되자

복수 κατευτυχώμεθα

(우리는) 번영되자

κατευτύχησθε

(너희는) 번영되자

κατευτύχωνται

(그들은) 번영되자

기원법단수 κατευτυχοίμην

(나는) 번영되기를 (바라다)

κατευτύχοιο

(너는) 번영되기를 (바라다)

κατευτύχοιτο

(그는) 번영되기를 (바라다)

쌍수 κατευτύχοισθον

(너희 둘은) 번영되기를 (바라다)

κατευτυχοίσθην

(그 둘은) 번영되기를 (바라다)

복수 κατευτυχοίμεθα

(우리는) 번영되기를 (바라다)

κατευτύχοισθε

(너희는) 번영되기를 (바라다)

κατευτύχοιντο

(그들은) 번영되기를 (바라다)

명령법단수 κατευτύχου

(너는) 번영되어라

κατευτυχεῖσθω

(그는) 번영되어라

쌍수 κατευτύχεισθον

(너희 둘은) 번영되어라

κατευτυχεῖσθων

(그 둘은) 번영되어라

복수 κατευτύχεισθε

(너희는) 번영되어라

κατευτυχεῖσθων, κατευτυχεῖσθωσαν

(그들은) 번영되어라

부정사 κατευτύχεισθαι

번영되는 것

분사 남성여성중성
κατευτυχουμενος

κατευτυχουμενου

κατευτυχουμενη

κατευτυχουμενης

κατευτυχουμενον

κατευτυχουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηύ̓τυχουν

(나는) 번영하고 있었다

κατηύ̓τυχεις

(너는) 번영하고 있었다

κατηύ̓τυχειν*

(그는) 번영하고 있었다

쌍수 κατηὐτῦχειτον

(너희 둘은) 번영하고 있었다

κατηὐτύχειτην

(그 둘은) 번영하고 있었다

복수 κατηὐτῦχουμεν

(우리는) 번영하고 있었다

κατηὐτῦχειτε

(너희는) 번영하고 있었다

κατηύ̓τυχουν

(그들은) 번영하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηὐτύχουμην

(나는) 번영되고 있었다

κατηὐτῦχου

(너는) 번영되고 있었다

κατηὐτῦχειτο

(그는) 번영되고 있었다

쌍수 κατηὐτῦχεισθον

(너희 둘은) 번영되고 있었다

κατηὐτύχεισθην

(그 둘은) 번영되고 있었다

복수 κατηὐτύχουμεθα

(우리는) 번영되고 있었다

κατηὐτῦχεισθε

(너희는) 번영되고 있었다

κατηὐτῦχουντο

(그들은) 번영되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 번영하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION