헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατεξουσιάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατεξουσιάζω κατεξουσιάσω

형태분석: κατ (접두사) + ἐξουσιάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to exercise lordship over

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεξουσιάζω

κατεξουσιάζεις

κατεξουσιάζει

쌍수 κατεξουσιάζετον

κατεξουσιάζετον

복수 κατεξουσιάζομεν

κατεξουσιάζετε

κατεξουσιάζουσιν*

접속법단수 κατεξουσιάζω

κατεξουσιάζῃς

κατεξουσιάζῃ

쌍수 κατεξουσιάζητον

κατεξουσιάζητον

복수 κατεξουσιάζωμεν

κατεξουσιάζητε

κατεξουσιάζωσιν*

기원법단수 κατεξουσιάζοιμι

κατεξουσιάζοις

κατεξουσιάζοι

쌍수 κατεξουσιάζοιτον

κατεξουσιαζοίτην

복수 κατεξουσιάζοιμεν

κατεξουσιάζοιτε

κατεξουσιάζοιεν

명령법단수 κατεξουσίαζε

κατεξουσιαζέτω

쌍수 κατεξουσιάζετον

κατεξουσιαζέτων

복수 κατεξουσιάζετε

κατεξουσιαζόντων, κατεξουσιαζέτωσαν

부정사 κατεξουσιάζειν

분사 남성여성중성
κατεξουσιαζων

κατεξουσιαζοντος

κατεξουσιαζουσα

κατεξουσιαζουσης

κατεξουσιαζον

κατεξουσιαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεξουσιάζομαι

κατεξουσιάζει, κατεξουσιάζῃ

κατεξουσιάζεται

쌍수 κατεξουσιάζεσθον

κατεξουσιάζεσθον

복수 κατεξουσιαζόμεθα

κατεξουσιάζεσθε

κατεξουσιάζονται

접속법단수 κατεξουσιάζωμαι

κατεξουσιάζῃ

κατεξουσιάζηται

쌍수 κατεξουσιάζησθον

κατεξουσιάζησθον

복수 κατεξουσιαζώμεθα

κατεξουσιάζησθε

κατεξουσιάζωνται

기원법단수 κατεξουσιαζοίμην

κατεξουσιάζοιο

κατεξουσιάζοιτο

쌍수 κατεξουσιάζοισθον

κατεξουσιαζοίσθην

복수 κατεξουσιαζοίμεθα

κατεξουσιάζοισθε

κατεξουσιάζοιντο

명령법단수 κατεξουσιάζου

κατεξουσιαζέσθω

쌍수 κατεξουσιάζεσθον

κατεξουσιαζέσθων

복수 κατεξουσιάζεσθε

κατεξουσιαζέσθων, κατεξουσιαζέσθωσαν

부정사 κατεξουσιάζεσθαι

분사 남성여성중성
κατεξουσιαζομενος

κατεξουσιαζομενου

κατεξουσιαζομενη

κατεξουσιαζομενης

κατεξουσιαζομενον

κατεξουσιαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεξουσιάσω

κατεξουσιάσεις

κατεξουσιάσει

쌍수 κατεξουσιάσετον

κατεξουσιάσετον

복수 κατεξουσιάσομεν

κατεξουσιάσετε

κατεξουσιάσουσιν*

기원법단수 κατεξουσιάσοιμι

κατεξουσιάσοις

κατεξουσιάσοι

쌍수 κατεξουσιάσοιτον

κατεξουσιασοίτην

복수 κατεξουσιάσοιμεν

κατεξουσιάσοιτε

κατεξουσιάσοιεν

부정사 κατεξουσιάσειν

분사 남성여성중성
κατεξουσιασων

κατεξουσιασοντος

κατεξουσιασουσα

κατεξουσιασουσης

κατεξουσιασον

κατεξουσιασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεξουσιάσομαι

κατεξουσιάσει, κατεξουσιάσῃ

κατεξουσιάσεται

쌍수 κατεξουσιάσεσθον

κατεξουσιάσεσθον

복수 κατεξουσιασόμεθα

κατεξουσιάσεσθε

κατεξουσιάσονται

기원법단수 κατεξουσιασοίμην

κατεξουσιάσοιο

κατεξουσιάσοιτο

쌍수 κατεξουσιάσοισθον

κατεξουσιασοίσθην

복수 κατεξουσιασοίμεθα

κατεξουσιάσοισθε

κατεξουσιάσοιντο

부정사 κατεξουσιάσεσθαι

분사 남성여성중성
κατεξουσιασομενος

κατεξουσιασομενου

κατεξουσιασομενη

κατεξουσιασομενης

κατεξουσιασομενον

κατεξουσιασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ Ιἠσοῦσ προσκαλεσάμενοσ αὐτοὺσ εἶπεν Οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντεσ τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. (, chapter 11 398:1)

    (, chapter 11 398:1)

  • καὶ προσκαλεσάμενοσ αὐτοὺσ ὁ Ιἠσοῦσ λέγει αὐτοῖσ Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντεσ ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. (, chapter 10 47:1)

    (, chapter 10 47:1)

유의어

  1. to exercise lordship over

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION