헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐξουσιάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐξουσιάζω ἐξουσιάσω

형태분석: ἐξουσιάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to exercise over

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξουσιάζω

ἐξουσιάζεις

ἐξουσιάζει

쌍수 ἐξουσιάζετον

ἐξουσιάζετον

복수 ἐξουσιάζομεν

ἐξουσιάζετε

ἐξουσιάζουσιν*

접속법단수 ἐξουσιάζω

ἐξουσιάζῃς

ἐξουσιάζῃ

쌍수 ἐξουσιάζητον

ἐξουσιάζητον

복수 ἐξουσιάζωμεν

ἐξουσιάζητε

ἐξουσιάζωσιν*

기원법단수 ἐξουσιάζοιμι

ἐξουσιάζοις

ἐξουσιάζοι

쌍수 ἐξουσιάζοιτον

ἐξουσιαζοίτην

복수 ἐξουσιάζοιμεν

ἐξουσιάζοιτε

ἐξουσιάζοιεν

명령법단수 ἐξουσίαζε

ἐξουσιαζέτω

쌍수 ἐξουσιάζετον

ἐξουσιαζέτων

복수 ἐξουσιάζετε

ἐξουσιαζόντων, ἐξουσιαζέτωσαν

부정사 ἐξουσιάζειν

분사 남성여성중성
ἐξουσιαζων

ἐξουσιαζοντος

ἐξουσιαζουσα

ἐξουσιαζουσης

ἐξουσιαζον

ἐξουσιαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξουσιάζομαι

ἐξουσιάζει, ἐξουσιάζῃ

ἐξουσιάζεται

쌍수 ἐξουσιάζεσθον

ἐξουσιάζεσθον

복수 ἐξουσιαζόμεθα

ἐξουσιάζεσθε

ἐξουσιάζονται

접속법단수 ἐξουσιάζωμαι

ἐξουσιάζῃ

ἐξουσιάζηται

쌍수 ἐξουσιάζησθον

ἐξουσιάζησθον

복수 ἐξουσιαζώμεθα

ἐξουσιάζησθε

ἐξουσιάζωνται

기원법단수 ἐξουσιαζοίμην

ἐξουσιάζοιο

ἐξουσιάζοιτο

쌍수 ἐξουσιάζοισθον

ἐξουσιαζοίσθην

복수 ἐξουσιαζοίμεθα

ἐξουσιάζοισθε

ἐξουσιάζοιντο

명령법단수 ἐξουσιάζου

ἐξουσιαζέσθω

쌍수 ἐξουσιάζεσθον

ἐξουσιαζέσθων

복수 ἐξουσιάζεσθε

ἐξουσιαζέσθων, ἐξουσιαζέσθωσαν

부정사 ἐξουσιάζεσθαι

분사 남성여성중성
ἐξουσιαζομενος

ἐξουσιαζομενου

ἐξουσιαζομενη

ἐξουσιαζομενης

ἐξουσιαζομενον

ἐξουσιαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξουσιάσω

ἐξουσιάσεις

ἐξουσιάσει

쌍수 ἐξουσιάσετον

ἐξουσιάσετον

복수 ἐξουσιάσομεν

ἐξουσιάσετε

ἐξουσιάσουσιν*

기원법단수 ἐξουσιάσοιμι

ἐξουσιάσοις

ἐξουσιάσοι

쌍수 ἐξουσιάσοιτον

ἐξουσιασοίτην

복수 ἐξουσιάσοιμεν

ἐξουσιάσοιτε

ἐξουσιάσοιεν

부정사 ἐξουσιάσειν

분사 남성여성중성
ἐξουσιασων

ἐξουσιασοντος

ἐξουσιασουσα

ἐξουσιασουσης

ἐξουσιασον

ἐξουσιασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξουσιάσομαι

ἐξουσιάσει, ἐξουσιάσῃ

ἐξουσιάσεται

쌍수 ἐξουσιάσεσθον

ἐξουσιάσεσθον

복수 ἐξουσιασόμεθα

ἐξουσιάσεσθε

ἐξουσιάσονται

기원법단수 ἐξουσιασοίμην

ἐξουσιάσοιο

ἐξουσιάσοιτο

쌍수 ἐξουσιάσοισθον

ἐξουσιασοίσθην

복수 ἐξουσιασοίμεθα

ἐξουσιάσοισθε

ἐξουσιάσοιντο

부정사 ἐξουσιάσεσθαι

분사 남성여성중성
ἐξουσιασομενος

ἐξουσιασομενου

ἐξουσιασομενη

ἐξουσιασομενης

ἐξουσιασομενον

ἐξουσιασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λόγοι σοφῶν ἐν ἀναπαύσει ἀκούονται ὑπὲρ κραυγὴν ἐξουσιαζόντων ἐν ἀφροσύναισ. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 9:17)

    (70인역 성경, 코헬렛 9:17)

  • ὁ γοῦν ἐν Αἰγύπτῳ βοῦσ, ὃν ὡσ Ἆπιν τιμῶσιν, ἐν πλείοσι τῶν τοιούτων ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχῶν. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 1 44:2)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 1 44:2)

  • ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου σώματοσ οὐκ ἐξουσιάζει ἀλλὰ ὁ ἀνήρ· (PROS KORINQIOUS A, chapter 7 5:1)

    (PROS KORINQIOUS A, chapter 7 5:1)

  • ὁμοίωσ δὲ καὶ ὁ ἀνὴρ τοῦ ἰδίου σώματοσ οὐκ ἐξουσιάζει ἀλλὰ ἡ γυνή. (PROS KORINQIOUS A, chapter 7 5:2)

    (PROS KORINQIOUS A, chapter 7 5:2)

유의어

  1. to exercise over

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION