Ancient Greek-English Dictionary Language

καταψάω

α-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καταψάω καταψήσω

Structure: κατα (Prefix) + ψά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to stroke with the hand, to stroke, caress

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατάψω κατάψᾳς κατάψᾳ
Dual κατάψᾱτον κατάψᾱτον
Plural κατάψωμεν κατάψᾱτε κατάψωσιν*
SubjunctiveSingular κατάψω κατάψῃς κατάψῃ
Dual κατάψητον κατάψητον
Plural κατάψωμεν κατάψητε κατάψωσιν*
OptativeSingular κατάψῳμι κατάψῳς κατάψῳ
Dual κατάψῳτον καταψῷτην
Plural κατάψῳμεν κατάψῳτε κατάψῳεν
ImperativeSingular κατάψᾱ καταψᾶτω
Dual κατάψᾱτον καταψᾶτων
Plural κατάψᾱτε καταψῶντων, καταψᾶτωσαν
Infinitive κατάψᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
καταψων καταψωντος καταψωσα καταψωσης καταψων καταψωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατάψωμαι κατάψᾳ κατάψᾱται
Dual κατάψᾱσθον κατάψᾱσθον
Plural καταψῶμεθα κατάψᾱσθε κατάψωνται
SubjunctiveSingular κατάψωμαι κατάψῃ κατάψηται
Dual κατάψησθον κατάψησθον
Plural καταψώμεθα κατάψησθε κατάψωνται
OptativeSingular καταψῷμην κατάψῳο κατάψῳτο
Dual κατάψῳσθον καταψῷσθην
Plural καταψῷμεθα κατάψῳσθε κατάψῳντο
ImperativeSingular κατάψω καταψᾶσθω
Dual κατάψᾱσθον καταψᾶσθων
Plural κατάψᾱσθε καταψᾶσθων, καταψᾶσθωσαν
Infinitive κατάψᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καταψωμενος καταψωμενου καταψωμενη καταψωμενης καταψωμενον καταψωμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to stroke with the hand

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION