헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατασχολάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατασχολάζω κατασχολάσω

형태분석: κατα (접두사) + σχολάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 빈둥거리다, 어슬렁거리다, 쉬다
  1. to pass the time in idleness, to tarry

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασχολάζω

(나는) 빈둥거린다

κατασχολάζεις

(너는) 빈둥거린다

κατασχολάζει

(그는) 빈둥거린다

쌍수 κατασχολάζετον

(너희 둘은) 빈둥거린다

κατασχολάζετον

(그 둘은) 빈둥거린다

복수 κατασχολάζομεν

(우리는) 빈둥거린다

κατασχολάζετε

(너희는) 빈둥거린다

κατασχολάζουσιν*

(그들은) 빈둥거린다

접속법단수 κατασχολάζω

(나는) 빈둥거리자

κατασχολάζῃς

(너는) 빈둥거리자

κατασχολάζῃ

(그는) 빈둥거리자

쌍수 κατασχολάζητον

(너희 둘은) 빈둥거리자

κατασχολάζητον

(그 둘은) 빈둥거리자

복수 κατασχολάζωμεν

(우리는) 빈둥거리자

κατασχολάζητε

(너희는) 빈둥거리자

κατασχολάζωσιν*

(그들은) 빈둥거리자

기원법단수 κατασχολάζοιμι

(나는) 빈둥거리기를 (바라다)

κατασχολάζοις

(너는) 빈둥거리기를 (바라다)

κατασχολάζοι

(그는) 빈둥거리기를 (바라다)

쌍수 κατασχολάζοιτον

(너희 둘은) 빈둥거리기를 (바라다)

κατασχολαζοίτην

(그 둘은) 빈둥거리기를 (바라다)

복수 κατασχολάζοιμεν

(우리는) 빈둥거리기를 (바라다)

κατασχολάζοιτε

(너희는) 빈둥거리기를 (바라다)

κατασχολάζοιεν

(그들은) 빈둥거리기를 (바라다)

명령법단수 κατασχόλαζε

(너는) 빈둥거려라

κατασχολαζέτω

(그는) 빈둥거려라

쌍수 κατασχολάζετον

(너희 둘은) 빈둥거려라

κατασχολαζέτων

(그 둘은) 빈둥거려라

복수 κατασχολάζετε

(너희는) 빈둥거려라

κατασχολαζόντων, κατασχολαζέτωσαν

(그들은) 빈둥거려라

부정사 κατασχολάζειν

빈둥거리는 것

분사 남성여성중성
κατασχολαζων

κατασχολαζοντος

κατασχολαζουσα

κατασχολαζουσης

κατασχολαζον

κατασχολαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασχολάζομαι

κατασχολάζει, κατασχολάζῃ

κατασχολάζεται

쌍수 κατασχολάζεσθον

κατασχολάζεσθον

복수 κατασχολαζόμεθα

κατασχολάζεσθε

κατασχολάζονται

접속법단수 κατασχολάζωμαι

κατασχολάζῃ

κατασχολάζηται

쌍수 κατασχολάζησθον

κατασχολάζησθον

복수 κατασχολαζώμεθα

κατασχολάζησθε

κατασχολάζωνται

기원법단수 κατασχολαζοίμην

κατασχολάζοιο

κατασχολάζοιτο

쌍수 κατασχολάζοισθον

κατασχολαζοίσθην

복수 κατασχολαζοίμεθα

κατασχολάζοισθε

κατασχολάζοιντο

명령법단수 κατασχολάζου

κατασχολαζέσθω

쌍수 κατασχολάζεσθον

κατασχολαζέσθων

복수 κατασχολάζεσθε

κατασχολαζέσθων, κατασχολαζέσθωσαν

부정사 κατασχολάζεσθαι

분사 남성여성중성
κατασχολαζομενος

κατασχολαζομενου

κατασχολαζομενη

κατασχολαζομενης

κατασχολαζομενον

κατασχολαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασχολάσω

(나는) 빈둥거리겠다

κατασχολάσεις

(너는) 빈둥거리겠다

κατασχολάσει

(그는) 빈둥거리겠다

쌍수 κατασχολάσετον

(너희 둘은) 빈둥거리겠다

κατασχολάσετον

(그 둘은) 빈둥거리겠다

복수 κατασχολάσομεν

(우리는) 빈둥거리겠다

κατασχολάσετε

(너희는) 빈둥거리겠다

κατασχολάσουσιν*

(그들은) 빈둥거리겠다

기원법단수 κατασχολάσοιμι

(나는) 빈둥거리겠기를 (바라다)

κατασχολάσοις

(너는) 빈둥거리겠기를 (바라다)

κατασχολάσοι

(그는) 빈둥거리겠기를 (바라다)

쌍수 κατασχολάσοιτον

(너희 둘은) 빈둥거리겠기를 (바라다)

κατασχολασοίτην

(그 둘은) 빈둥거리겠기를 (바라다)

복수 κατασχολάσοιμεν

(우리는) 빈둥거리겠기를 (바라다)

κατασχολάσοιτε

(너희는) 빈둥거리겠기를 (바라다)

κατασχολάσοιεν

(그들은) 빈둥거리겠기를 (바라다)

부정사 κατασχολάσειν

빈둥거릴 것

분사 남성여성중성
κατασχολασων

κατασχολασοντος

κατασχολασουσα

κατασχολασουσης

κατασχολασον

κατασχολασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατασχολάσομαι

κατασχολάσει, κατασχολάσῃ

κατασχολάσεται

쌍수 κατασχολάσεσθον

κατασχολάσεσθον

복수 κατασχολασόμεθα

κατασχολάσεσθε

κατασχολάσονται

기원법단수 κατασχολασοίμην

κατασχολάσοιο

κατασχολάσοιτο

쌍수 κατασχολάσοισθον

κατασχολασοίσθην

복수 κατασχολασοίμεθα

κατασχολάσοισθε

κατασχολάσοιντο

부정사 κατασχολάσεσθαι

분사 남성여성중성
κατασχολασομενος

κατασχολασομενου

κατασχολασομενη

κατασχολασομενης

κατασχολασομενον

κατασχολασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεσχόλαζον

(나는) 빈둥거리고 있었다

κατεσχόλαζες

(너는) 빈둥거리고 있었다

κατεσχόλαζεν*

(그는) 빈둥거리고 있었다

쌍수 κατεσχολάζετον

(너희 둘은) 빈둥거리고 있었다

κατεσχολαζέτην

(그 둘은) 빈둥거리고 있었다

복수 κατεσχολάζομεν

(우리는) 빈둥거리고 있었다

κατεσχολάζετε

(너희는) 빈둥거리고 있었다

κατεσχόλαζον

(그들은) 빈둥거리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεσχολαζόμην

κατεσχολάζου

κατεσχολάζετο

쌍수 κατεσχολάζεσθον

κατεσχολαζέσθην

복수 κατεσχολαζόμεθα

κατεσχολάζεσθε

κατεσχολάζοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ δεῦρ’, ἐάν μοι τοῦ χρόνου δοκῆτέ τι κατασχολάζειν, αὖθισ ἐκπέμψω πάλιν τοῦτον τὸν αὐτὸν ἄνδρα, ναυκλήρου τρόποισ μορφὴν δολώσασ, ὡσ ἂν ἀγνοία προσῇ· (Sophocles, Philoctetes, episode 5:2)

    (소포클레스, 필록테테스, episode 5:2)

유의어

  1. 빈둥거리다

    • μένω (빈둥거리다, 어슬렁거리다, 쉬다)

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION