고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: καταστηματικός καταστηματική καταστηματικόν
Structure: καταστηματικ (Stem) + ος (Ending)
| Masculine | Feminine | Neuter | ||
|---|---|---|---|---|
| Singular | Nominative | καταστηματικός | καταστηματική | καταστηματικόν |
| Genitive | καταστηματικοῦ | καταστηματικῆς | καταστηματικοῦ | |
| Dative | καταστηματικῷ | καταστηματικῇ | καταστηματικῷ | |
| Accusative | καταστηματικόν | καταστηματικήν | καταστηματικόν | |
| Vocative | καταστηματικέ | καταστηματική | καταστηματικόν | |
| Dual | N/A/V | καταστηματικώ | καταστηματικᾱ́ | καταστηματικώ |
| G/D | καταστηματικοῖν | καταστηματικαῖν | καταστηματικοῖν | |
| Plural | Nominative | καταστηματικοί | καταστηματικαί | καταστηματικά |
| Genitive | καταστηματικῶν | καταστηματικῶν | καταστηματικῶν | |
| Dative | καταστηματικοῖς | καταστηματικαῖς | καταστηματικοῖς | |
| Accusative | καταστηματικούς | καταστηματικᾱ́ς | καταστηματικά | |
| Vocative | καταστηματικοί | καταστηματικαί | καταστηματικά | |
| Positive | Comparative | Superlative | |
|---|---|---|---|
| Adjective | καταστηματικός καταστηματικοῦ | καταστηματικότερος καταστηματικοτεροῦ | καταστηματικότατος καταστηματικοτατοῦ |
| Adverb | καταστηματικώς | καταστηματικότερον | καταστηματικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기