헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταστεγάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταστεγάζω καταστεγάσω

형태분석: κατα (접두사) + στεγάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 뒤덮다, 압도하다
  1. to cover over

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστεγάζω

(나는) 뒤덮는다

καταστεγάζεις

(너는) 뒤덮는다

καταστεγάζει

(그는) 뒤덮는다

쌍수 καταστεγάζετον

(너희 둘은) 뒤덮는다

καταστεγάζετον

(그 둘은) 뒤덮는다

복수 καταστεγάζομεν

(우리는) 뒤덮는다

καταστεγάζετε

(너희는) 뒤덮는다

καταστεγάζουσιν*

(그들은) 뒤덮는다

접속법단수 καταστεγάζω

(나는) 뒤덮자

καταστεγάζῃς

(너는) 뒤덮자

καταστεγάζῃ

(그는) 뒤덮자

쌍수 καταστεγάζητον

(너희 둘은) 뒤덮자

καταστεγάζητον

(그 둘은) 뒤덮자

복수 καταστεγάζωμεν

(우리는) 뒤덮자

καταστεγάζητε

(너희는) 뒤덮자

καταστεγάζωσιν*

(그들은) 뒤덮자

기원법단수 καταστεγάζοιμι

(나는) 뒤덮기를 (바라다)

καταστεγάζοις

(너는) 뒤덮기를 (바라다)

καταστεγάζοι

(그는) 뒤덮기를 (바라다)

쌍수 καταστεγάζοιτον

(너희 둘은) 뒤덮기를 (바라다)

καταστεγαζοίτην

(그 둘은) 뒤덮기를 (바라다)

복수 καταστεγάζοιμεν

(우리는) 뒤덮기를 (바라다)

καταστεγάζοιτε

(너희는) 뒤덮기를 (바라다)

καταστεγάζοιεν

(그들은) 뒤덮기를 (바라다)

명령법단수 καταστέγαζε

(너는) 뒤덮어라

καταστεγαζέτω

(그는) 뒤덮어라

쌍수 καταστεγάζετον

(너희 둘은) 뒤덮어라

καταστεγαζέτων

(그 둘은) 뒤덮어라

복수 καταστεγάζετε

(너희는) 뒤덮어라

καταστεγαζόντων, καταστεγαζέτωσαν

(그들은) 뒤덮어라

부정사 καταστεγάζειν

뒤덮는 것

분사 남성여성중성
καταστεγαζων

καταστεγαζοντος

καταστεγαζουσα

καταστεγαζουσης

καταστεγαζον

καταστεγαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστεγάζομαι

(나는) 뒤덮어진다

καταστεγάζει, καταστεγάζῃ

(너는) 뒤덮어진다

καταστεγάζεται

(그는) 뒤덮어진다

쌍수 καταστεγάζεσθον

(너희 둘은) 뒤덮어진다

καταστεγάζεσθον

(그 둘은) 뒤덮어진다

복수 καταστεγαζόμεθα

(우리는) 뒤덮어진다

καταστεγάζεσθε

(너희는) 뒤덮어진다

καταστεγάζονται

(그들은) 뒤덮어진다

접속법단수 καταστεγάζωμαι

(나는) 뒤덮어지자

καταστεγάζῃ

(너는) 뒤덮어지자

καταστεγάζηται

(그는) 뒤덮어지자

쌍수 καταστεγάζησθον

(너희 둘은) 뒤덮어지자

καταστεγάζησθον

(그 둘은) 뒤덮어지자

복수 καταστεγαζώμεθα

(우리는) 뒤덮어지자

καταστεγάζησθε

(너희는) 뒤덮어지자

καταστεγάζωνται

(그들은) 뒤덮어지자

기원법단수 καταστεγαζοίμην

(나는) 뒤덮어지기를 (바라다)

καταστεγάζοιο

(너는) 뒤덮어지기를 (바라다)

καταστεγάζοιτο

(그는) 뒤덮어지기를 (바라다)

쌍수 καταστεγάζοισθον

(너희 둘은) 뒤덮어지기를 (바라다)

καταστεγαζοίσθην

(그 둘은) 뒤덮어지기를 (바라다)

복수 καταστεγαζοίμεθα

(우리는) 뒤덮어지기를 (바라다)

καταστεγάζοισθε

(너희는) 뒤덮어지기를 (바라다)

καταστεγάζοιντο

(그들은) 뒤덮어지기를 (바라다)

명령법단수 καταστεγάζου

(너는) 뒤덮어져라

καταστεγαζέσθω

(그는) 뒤덮어져라

쌍수 καταστεγάζεσθον

(너희 둘은) 뒤덮어져라

καταστεγαζέσθων

(그 둘은) 뒤덮어져라

복수 καταστεγάζεσθε

(너희는) 뒤덮어져라

καταστεγαζέσθων, καταστεγαζέσθωσαν

(그들은) 뒤덮어져라

부정사 καταστεγάζεσθαι

뒤덮어지는 것

분사 남성여성중성
καταστεγαζομενος

καταστεγαζομενου

καταστεγαζομενη

καταστεγαζομενης

καταστεγαζομενον

καταστεγαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστεγάσω

(나는) 뒤덮겠다

καταστεγάσεις

(너는) 뒤덮겠다

καταστεγάσει

(그는) 뒤덮겠다

쌍수 καταστεγάσετον

(너희 둘은) 뒤덮겠다

καταστεγάσετον

(그 둘은) 뒤덮겠다

복수 καταστεγάσομεν

(우리는) 뒤덮겠다

καταστεγάσετε

(너희는) 뒤덮겠다

καταστεγάσουσιν*

(그들은) 뒤덮겠다

기원법단수 καταστεγάσοιμι

(나는) 뒤덮겠기를 (바라다)

καταστεγάσοις

(너는) 뒤덮겠기를 (바라다)

καταστεγάσοι

(그는) 뒤덮겠기를 (바라다)

쌍수 καταστεγάσοιτον

(너희 둘은) 뒤덮겠기를 (바라다)

καταστεγασοίτην

(그 둘은) 뒤덮겠기를 (바라다)

복수 καταστεγάσοιμεν

(우리는) 뒤덮겠기를 (바라다)

καταστεγάσοιτε

(너희는) 뒤덮겠기를 (바라다)

καταστεγάσοιεν

(그들은) 뒤덮겠기를 (바라다)

부정사 καταστεγάσειν

뒤덮을 것

분사 남성여성중성
καταστεγασων

καταστεγασοντος

καταστεγασουσα

καταστεγασουσης

καταστεγασον

καταστεγασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστεγάσομαι

(나는) 뒤덮어지겠다

καταστεγάσει, καταστεγάσῃ

(너는) 뒤덮어지겠다

καταστεγάσεται

(그는) 뒤덮어지겠다

쌍수 καταστεγάσεσθον

(너희 둘은) 뒤덮어지겠다

καταστεγάσεσθον

(그 둘은) 뒤덮어지겠다

복수 καταστεγασόμεθα

(우리는) 뒤덮어지겠다

καταστεγάσεσθε

(너희는) 뒤덮어지겠다

καταστεγάσονται

(그들은) 뒤덮어지겠다

기원법단수 καταστεγασοίμην

(나는) 뒤덮어지겠기를 (바라다)

καταστεγάσοιο

(너는) 뒤덮어지겠기를 (바라다)

καταστεγάσοιτο

(그는) 뒤덮어지겠기를 (바라다)

쌍수 καταστεγάσοισθον

(너희 둘은) 뒤덮어지겠기를 (바라다)

καταστεγασοίσθην

(그 둘은) 뒤덮어지겠기를 (바라다)

복수 καταστεγασοίμεθα

(우리는) 뒤덮어지겠기를 (바라다)

καταστεγάσοισθε

(너희는) 뒤덮어지겠기를 (바라다)

καταστεγάσοιντο

(그들은) 뒤덮어지겠기를 (바라다)

부정사 καταστεγάσεσθαι

뒤덮어질 것

분사 남성여성중성
καταστεγασομενος

καταστεγασομενου

καταστεγασομενη

καταστεγασομενης

καταστεγασομενον

καταστεγασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεστέγαζον

(나는) 뒤덮고 있었다

κατεστέγαζες

(너는) 뒤덮고 있었다

κατεστέγαζεν*

(그는) 뒤덮고 있었다

쌍수 κατεστεγάζετον

(너희 둘은) 뒤덮고 있었다

κατεστεγαζέτην

(그 둘은) 뒤덮고 있었다

복수 κατεστεγάζομεν

(우리는) 뒤덮고 있었다

κατεστεγάζετε

(너희는) 뒤덮고 있었다

κατεστέγαζον

(그들은) 뒤덮고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεστεγαζόμην

(나는) 뒤덮어지고 있었다

κατεστεγάζου

(너는) 뒤덮어지고 있었다

κατεστεγάζετο

(그는) 뒤덮어지고 있었다

쌍수 κατεστεγάζεσθον

(너희 둘은) 뒤덮어지고 있었다

κατεστεγαζέσθην

(그 둘은) 뒤덮어지고 있었다

복수 κατεστεγαζόμεθα

(우리는) 뒤덮어지고 있었다

κατεστεγάζεσθε

(너희는) 뒤덮어지고 있었다

κατεστεγάζοντο

(그들은) 뒤덮어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰσ δ’ ὀροφὰσ κατεστέγαζον λίθιναι δοκοί, τὸ μὲν μῆκοσ σὺν ταῖσ ἐπιβολαῖσ ἔχουσαι ποδῶν ἑκκαίδεκα, τὸ δὲ πλάτοσ τεττάρων. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 10 4:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 10 4:2)

유의어

  1. 뒤덮다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION