헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταπείθω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταπείθω καταπείσω

형태분석: κατα (접두사) + πείθ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 설득하다, 주장하다
  1. to persuade

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπείθω

(나는) 설득한다

καταπείθεις

(너는) 설득한다

καταπείθει

(그는) 설득한다

쌍수 καταπείθετον

(너희 둘은) 설득한다

καταπείθετον

(그 둘은) 설득한다

복수 καταπείθομεν

(우리는) 설득한다

καταπείθετε

(너희는) 설득한다

καταπείθουσιν*

(그들은) 설득한다

접속법단수 καταπείθω

(나는) 설득하자

καταπείθῃς

(너는) 설득하자

καταπείθῃ

(그는) 설득하자

쌍수 καταπείθητον

(너희 둘은) 설득하자

καταπείθητον

(그 둘은) 설득하자

복수 καταπείθωμεν

(우리는) 설득하자

καταπείθητε

(너희는) 설득하자

καταπείθωσιν*

(그들은) 설득하자

기원법단수 καταπείθοιμι

(나는) 설득하기를 (바라다)

καταπείθοις

(너는) 설득하기를 (바라다)

καταπείθοι

(그는) 설득하기를 (바라다)

쌍수 καταπείθοιτον

(너희 둘은) 설득하기를 (바라다)

καταπειθοίτην

(그 둘은) 설득하기를 (바라다)

복수 καταπείθοιμεν

(우리는) 설득하기를 (바라다)

καταπείθοιτε

(너희는) 설득하기를 (바라다)

καταπείθοιεν

(그들은) 설득하기를 (바라다)

명령법단수 καταπείθε

(너는) 설득해라

καταπειθέτω

(그는) 설득해라

쌍수 καταπείθετον

(너희 둘은) 설득해라

καταπειθέτων

(그 둘은) 설득해라

복수 καταπείθετε

(너희는) 설득해라

καταπειθόντων, καταπειθέτωσαν

(그들은) 설득해라

부정사 καταπείθειν

설득하는 것

분사 남성여성중성
καταπειθων

καταπειθοντος

καταπειθουσα

καταπειθουσης

καταπειθον

καταπειθοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπείθομαι

(나는) 설득된다

καταπείθει, καταπείθῃ

(너는) 설득된다

καταπείθεται

(그는) 설득된다

쌍수 καταπείθεσθον

(너희 둘은) 설득된다

καταπείθεσθον

(그 둘은) 설득된다

복수 καταπειθόμεθα

(우리는) 설득된다

καταπείθεσθε

(너희는) 설득된다

καταπείθονται

(그들은) 설득된다

접속법단수 καταπείθωμαι

(나는) 설득되자

καταπείθῃ

(너는) 설득되자

καταπείθηται

(그는) 설득되자

쌍수 καταπείθησθον

(너희 둘은) 설득되자

καταπείθησθον

(그 둘은) 설득되자

복수 καταπειθώμεθα

(우리는) 설득되자

καταπείθησθε

(너희는) 설득되자

καταπείθωνται

(그들은) 설득되자

기원법단수 καταπειθοίμην

(나는) 설득되기를 (바라다)

καταπείθοιο

(너는) 설득되기를 (바라다)

καταπείθοιτο

(그는) 설득되기를 (바라다)

쌍수 καταπείθοισθον

(너희 둘은) 설득되기를 (바라다)

καταπειθοίσθην

(그 둘은) 설득되기를 (바라다)

복수 καταπειθοίμεθα

(우리는) 설득되기를 (바라다)

καταπείθοισθε

(너희는) 설득되기를 (바라다)

καταπείθοιντο

(그들은) 설득되기를 (바라다)

명령법단수 καταπείθου

(너는) 설득되어라

καταπειθέσθω

(그는) 설득되어라

쌍수 καταπείθεσθον

(너희 둘은) 설득되어라

καταπειθέσθων

(그 둘은) 설득되어라

복수 καταπείθεσθε

(너희는) 설득되어라

καταπειθέσθων, καταπειθέσθωσαν

(그들은) 설득되어라

부정사 καταπείθεσθαι

설득되는 것

분사 남성여성중성
καταπειθομενος

καταπειθομενου

καταπειθομενη

καταπειθομενης

καταπειθομενον

καταπειθομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπείσω

(나는) 설득하겠다

καταπείσεις

(너는) 설득하겠다

καταπείσει

(그는) 설득하겠다

쌍수 καταπείσετον

(너희 둘은) 설득하겠다

καταπείσετον

(그 둘은) 설득하겠다

복수 καταπείσομεν

(우리는) 설득하겠다

καταπείσετε

(너희는) 설득하겠다

καταπείσουσιν*

(그들은) 설득하겠다

기원법단수 καταπείσοιμι

(나는) 설득하겠기를 (바라다)

καταπείσοις

(너는) 설득하겠기를 (바라다)

καταπείσοι

(그는) 설득하겠기를 (바라다)

쌍수 καταπείσοιτον

(너희 둘은) 설득하겠기를 (바라다)

καταπεισοίτην

(그 둘은) 설득하겠기를 (바라다)

복수 καταπείσοιμεν

(우리는) 설득하겠기를 (바라다)

καταπείσοιτε

(너희는) 설득하겠기를 (바라다)

καταπείσοιεν

(그들은) 설득하겠기를 (바라다)

부정사 καταπείσειν

설득할 것

분사 남성여성중성
καταπεισων

καταπεισοντος

καταπεισουσα

καταπεισουσης

καταπεισον

καταπεισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπείσομαι

(나는) 설득되겠다

καταπείσει, καταπείσῃ

(너는) 설득되겠다

καταπείσεται

(그는) 설득되겠다

쌍수 καταπείσεσθον

(너희 둘은) 설득되겠다

καταπείσεσθον

(그 둘은) 설득되겠다

복수 καταπεισόμεθα

(우리는) 설득되겠다

καταπείσεσθε

(너희는) 설득되겠다

καταπείσονται

(그들은) 설득되겠다

기원법단수 καταπεισοίμην

(나는) 설득되겠기를 (바라다)

καταπείσοιο

(너는) 설득되겠기를 (바라다)

καταπείσοιτο

(그는) 설득되겠기를 (바라다)

쌍수 καταπείσοισθον

(너희 둘은) 설득되겠기를 (바라다)

καταπεισοίσθην

(그 둘은) 설득되겠기를 (바라다)

복수 καταπεισοίμεθα

(우리는) 설득되겠기를 (바라다)

καταπείσοισθε

(너희는) 설득되겠기를 (바라다)

καταπείσοιντο

(그들은) 설득되겠기를 (바라다)

부정사 καταπείσεσθαι

설득될 것

분사 남성여성중성
καταπεισομενος

καταπεισομενου

καταπεισομενη

καταπεισομενης

καταπεισομενον

καταπεισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέπειθον

(나는) 설득하고 있었다

κατέπειθες

(너는) 설득하고 있었다

κατέπειθεν*

(그는) 설득하고 있었다

쌍수 κατεπείθετον

(너희 둘은) 설득하고 있었다

κατεπειθέτην

(그 둘은) 설득하고 있었다

복수 κατεπείθομεν

(우리는) 설득하고 있었다

κατεπείθετε

(너희는) 설득하고 있었다

κατέπειθον

(그들은) 설득하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεπειθόμην

(나는) 설득되고 있었다

κατεπείθου

(너는) 설득되고 있었다

κατεπείθετο

(그는) 설득되고 있었다

쌍수 κατεπείθεσθον

(너희 둘은) 설득되고 있었다

κατεπειθέσθην

(그 둘은) 설득되고 있었다

복수 κατεπειθόμεθα

(우리는) 설득되고 있었다

κατεπείθεσθε

(너희는) 설득되고 있었다

κατεπείθοντο

(그들은) 설득되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 설득하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION