헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταγοητεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταγοητεύω καταγοητεύσω

형태분석: κατα (접두사) + γοητεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 마법을 걸다, 녹이다, 요술을 걸다, 매혹하다
  1. to enchant, bewitch: to cheat or blind by trickery

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγοητεύω

(나는) 마법을 걸다

καταγοητεύεις

(너는) 마법을 걸다

καταγοητεύει

(그는) 마법을 걸다

쌍수 καταγοητεύετον

(너희 둘은) 마법을 걸다

καταγοητεύετον

(그 둘은) 마법을 걸다

복수 καταγοητεύομεν

(우리는) 마법을 걸다

καταγοητεύετε

(너희는) 마법을 걸다

καταγοητεύουσιν*

(그들은) 마법을 걸다

접속법단수 καταγοητεύω

(나는) 마법을 걸자

καταγοητεύῃς

(너는) 마법을 걸자

καταγοητεύῃ

(그는) 마법을 걸자

쌍수 καταγοητεύητον

(너희 둘은) 마법을 걸자

καταγοητεύητον

(그 둘은) 마법을 걸자

복수 καταγοητεύωμεν

(우리는) 마법을 걸자

καταγοητεύητε

(너희는) 마법을 걸자

καταγοητεύωσιν*

(그들은) 마법을 걸자

기원법단수 καταγοητεύοιμι

(나는) 마법을 걸기를 (바라다)

καταγοητεύοις

(너는) 마법을 걸기를 (바라다)

καταγοητεύοι

(그는) 마법을 걸기를 (바라다)

쌍수 καταγοητεύοιτον

(너희 둘은) 마법을 걸기를 (바라다)

καταγοητευοίτην

(그 둘은) 마법을 걸기를 (바라다)

복수 καταγοητεύοιμεν

(우리는) 마법을 걸기를 (바라다)

καταγοητεύοιτε

(너희는) 마법을 걸기를 (바라다)

καταγοητεύοιεν

(그들은) 마법을 걸기를 (바라다)

명령법단수 καταγοήτευε

(너는) 마법을 걸어라

καταγοητευέτω

(그는) 마법을 걸어라

쌍수 καταγοητεύετον

(너희 둘은) 마법을 걸어라

καταγοητευέτων

(그 둘은) 마법을 걸어라

복수 καταγοητεύετε

(너희는) 마법을 걸어라

καταγοητευόντων, καταγοητευέτωσαν

(그들은) 마법을 걸어라

부정사 καταγοητεύειν

마법을 거는 것

분사 남성여성중성
καταγοητευων

καταγοητευοντος

καταγοητευουσα

καταγοητευουσης

καταγοητευον

καταγοητευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγοητεύομαι

(나는) 마법을 걸려지다

καταγοητεύει, καταγοητεύῃ

(너는) 마법을 걸려지다

καταγοητεύεται

(그는) 마법을 걸려지다

쌍수 καταγοητεύεσθον

(너희 둘은) 마법을 걸려지다

καταγοητεύεσθον

(그 둘은) 마법을 걸려지다

복수 καταγοητευόμεθα

(우리는) 마법을 걸려지다

καταγοητεύεσθε

(너희는) 마법을 걸려지다

καταγοητεύονται

(그들은) 마법을 걸려지다

접속법단수 καταγοητεύωμαι

(나는) 마법을 걸려지자

καταγοητεύῃ

(너는) 마법을 걸려지자

καταγοητεύηται

(그는) 마법을 걸려지자

쌍수 καταγοητεύησθον

(너희 둘은) 마법을 걸려지자

καταγοητεύησθον

(그 둘은) 마법을 걸려지자

복수 καταγοητευώμεθα

(우리는) 마법을 걸려지자

καταγοητεύησθε

(너희는) 마법을 걸려지자

καταγοητεύωνται

(그들은) 마법을 걸려지자

기원법단수 καταγοητευοίμην

(나는) 마법을 걸려지기를 (바라다)

καταγοητεύοιο

(너는) 마법을 걸려지기를 (바라다)

καταγοητεύοιτο

(그는) 마법을 걸려지기를 (바라다)

쌍수 καταγοητεύοισθον

(너희 둘은) 마법을 걸려지기를 (바라다)

καταγοητευοίσθην

(그 둘은) 마법을 걸려지기를 (바라다)

복수 καταγοητευοίμεθα

(우리는) 마법을 걸려지기를 (바라다)

καταγοητεύοισθε

(너희는) 마법을 걸려지기를 (바라다)

καταγοητεύοιντο

(그들은) 마법을 걸려지기를 (바라다)

명령법단수 καταγοητεύου

(너는) 마법을 걸려져라

καταγοητευέσθω

(그는) 마법을 걸려져라

쌍수 καταγοητεύεσθον

(너희 둘은) 마법을 걸려져라

καταγοητευέσθων

(그 둘은) 마법을 걸려져라

복수 καταγοητεύεσθε

(너희는) 마법을 걸려져라

καταγοητευέσθων, καταγοητευέσθωσαν

(그들은) 마법을 걸려져라

부정사 καταγοητεύεσθαι

마법을 걸려지는 것

분사 남성여성중성
καταγοητευομενος

καταγοητευομενου

καταγοητευομενη

καταγοητευομενης

καταγοητευομενον

καταγοητευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγοητεύσω

(나는) 마법을 걸겠다

καταγοητεύσεις

(너는) 마법을 걸겠다

καταγοητεύσει

(그는) 마법을 걸겠다

쌍수 καταγοητεύσετον

(너희 둘은) 마법을 걸겠다

καταγοητεύσετον

(그 둘은) 마법을 걸겠다

복수 καταγοητεύσομεν

(우리는) 마법을 걸겠다

καταγοητεύσετε

(너희는) 마법을 걸겠다

καταγοητεύσουσιν*

(그들은) 마법을 걸겠다

기원법단수 καταγοητεύσοιμι

(나는) 마법을 걸겠기를 (바라다)

καταγοητεύσοις

(너는) 마법을 걸겠기를 (바라다)

καταγοητεύσοι

(그는) 마법을 걸겠기를 (바라다)

쌍수 καταγοητεύσοιτον

(너희 둘은) 마법을 걸겠기를 (바라다)

καταγοητευσοίτην

(그 둘은) 마법을 걸겠기를 (바라다)

복수 καταγοητεύσοιμεν

(우리는) 마법을 걸겠기를 (바라다)

καταγοητεύσοιτε

(너희는) 마법을 걸겠기를 (바라다)

καταγοητεύσοιεν

(그들은) 마법을 걸겠기를 (바라다)

부정사 καταγοητεύσειν

마법을 걸 것

분사 남성여성중성
καταγοητευσων

καταγοητευσοντος

καταγοητευσουσα

καταγοητευσουσης

καταγοητευσον

καταγοητευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγοητεύσομαι

(나는) 마법을 걸려지겠다

καταγοητεύσει, καταγοητεύσῃ

(너는) 마법을 걸려지겠다

καταγοητεύσεται

(그는) 마법을 걸려지겠다

쌍수 καταγοητεύσεσθον

(너희 둘은) 마법을 걸려지겠다

καταγοητεύσεσθον

(그 둘은) 마법을 걸려지겠다

복수 καταγοητευσόμεθα

(우리는) 마법을 걸려지겠다

καταγοητεύσεσθε

(너희는) 마법을 걸려지겠다

καταγοητεύσονται

(그들은) 마법을 걸려지겠다

기원법단수 καταγοητευσοίμην

(나는) 마법을 걸려지겠기를 (바라다)

καταγοητεύσοιο

(너는) 마법을 걸려지겠기를 (바라다)

καταγοητεύσοιτο

(그는) 마법을 걸려지겠기를 (바라다)

쌍수 καταγοητεύσοισθον

(너희 둘은) 마법을 걸려지겠기를 (바라다)

καταγοητευσοίσθην

(그 둘은) 마법을 걸려지겠기를 (바라다)

복수 καταγοητευσοίμεθα

(우리는) 마법을 걸려지겠기를 (바라다)

καταγοητεύσοισθε

(너희는) 마법을 걸려지겠기를 (바라다)

καταγοητεύσοιντο

(그들은) 마법을 걸려지겠기를 (바라다)

부정사 καταγοητεύσεσθαι

마법을 걸려질 것

분사 남성여성중성
καταγοητευσομενος

καταγοητευσομενου

καταγοητευσομενη

καταγοητευσομενης

καταγοητευσομενον

καταγοητευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεγοήτευον

(나는) 마법을 걸고 있었다

κατεγοήτευες

(너는) 마법을 걸고 있었다

κατεγοήτευεν*

(그는) 마법을 걸고 있었다

쌍수 κατεγοητεύετον

(너희 둘은) 마법을 걸고 있었다

κατεγοητευέτην

(그 둘은) 마법을 걸고 있었다

복수 κατεγοητεύομεν

(우리는) 마법을 걸고 있었다

κατεγοητεύετε

(너희는) 마법을 걸고 있었다

κατεγοήτευον

(그들은) 마법을 걸고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεγοητευόμην

(나는) 마법을 걸려지고 있었다

κατεγοητεύου

(너는) 마법을 걸려지고 있었다

κατεγοητεύετο

(그는) 마법을 걸려지고 있었다

쌍수 κατεγοητεύεσθον

(너희 둘은) 마법을 걸려지고 있었다

κατεγοητευέσθην

(그 둘은) 마법을 걸려지고 있었다

복수 κατεγοητευόμεθα

(우리는) 마법을 걸려지고 있었다

κατεγοητεύεσθε

(너희는) 마법을 걸려지고 있었다

κατεγοητεύοντο

(그들은) 마법을 걸려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ^ μὴ πρότερον ἀποδύσῃσ αὐτήν, ὦ Πάρι, πρὶν ἂν τὸν κεστὸν ἀπόθηται ‐ φαρμακὶσ γάρ ἐστιν ‐ μή σε καταγοητεύσῃ δι’ αὐτοῦ καίτοι γε ἐχρῆν μηδὲ οὕτω κεκαλλωπισμένην παρεῖναι μηδὲ τοσαῦτα ἐντετριμμένην χρώματα καθάπερ ὡσ ἀληθῶσ ἑταίραν τινά, ἀλλὰ γυμνὸν τὸ κάλλοσ ἐπιδεικνύειν. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 10:3)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 10:3)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION