Ancient Greek-English Dictionary Language

κατάγνωσις

Third declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κατάγνωσις κατάγνωσεως

Structure: καταγνωσι (Stem) + ς (Ending)

Etym.: katagignw/skw

Sense

  1. a thinking ill of, a low or contemptuous opinion of
  2. judgment given against, condemnation, to

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ ἢ μετὰ ψήφου ἀδίκου καταγνώσεωσ ἢ χειρὶ κτώμενοι τὸ κρατεῖν ἕτοιμοι ἦσαν τὴν αὐτίκα φιλονεικίαν ἐκπιμπλάναι. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 33 1:5)
  • πρῶτον μὲν τοίνυν, ἵνα πρώτησ τῆσ τελευταίασ γεγονυίασ μνησθῶ καταγνώσεωσ, περὶ τὰ μυστήρι’ ἀδικεῖν Εὐάνδρου κατεχειροτόνησεν ὁ δῆμοσ τοῦ Θεσπιῶσ, προβαλλομένου αὐτὸν Μενίππου, Καρόσ τινοσ ἀνθρώπου. (Demosthenes, Speeches 21-30, 228:1)
  • ἐνθυμεῖσθ’ ἀπὸ τοῦ δικαστηρίου καὶ τῆσ καταγνώσεωσ οἷ διεπήδησεν· (Demosthenes, Speeches 21-30, 124:1)
  • καίτοι τὴν μὲν ἀργίαν καὶ τὴν ἀκρασίαν καὶ καθόλου πάσασ ἁπλῶσ τὰσ ἄλλασ κακίασ εὑρ́οι τισ ἂν αὐτοῖσ τοῖσ ἔχουσι βλαβεράσ, καὶ νουθεσίασ μὲν οἶμαι καὶ καταγνώσεωσ τοὺσ ἔν τινι τούτων ὑπάρχοντασ δικαίωσ τυγχάνοντασ, οὐ μὴν μισουμένουσ γε οὐδὲ κοινοὺσ ἅπασι δοκοῦντασ ἐχθρούσ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 10:1)
  • Κατύλλῳ δὲ τότε μὲν ὑπῆρξε διὰ τὴν πρᾳότητα τῶν αὐτοκρατόρων μηδὲν πλεῖον ὑπομεῖναι καταγνώσεωσ, οὐκ εἰσ μακρὰν δὲ νόσῳ καταληφθεὶσ πολυτρόπῳ καὶ δυσιάτῳ χαλεπῶσ ἀπήλλαττεν, οὐ τὸ σῶμα μόνον κολαζόμενοσ, ἀλλ’ ἦν ἡ τῆσ ψυχῆσ αὐτῷ νόσοσ βαρυτέρα. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 508:1)

Synonyms

  1. judgment given against

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION