헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταφωράω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταφωράω καταφωράσω

형태분석: κατα (접두사) + φωρά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 발견하다, 찾아내다, 배우다, 폭로하다, 추적하다
  1. to catch in a theft: to catch in the act, detect, discover

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφώρω

(나는) 발견한다

καταφώρᾳς

(너는) 발견한다

καταφώρᾳ

(그는) 발견한다

쌍수 καταφώρᾱτον

(너희 둘은) 발견한다

καταφώρᾱτον

(그 둘은) 발견한다

복수 καταφώρωμεν

(우리는) 발견한다

καταφώρᾱτε

(너희는) 발견한다

καταφώρωσιν*

(그들은) 발견한다

접속법단수 καταφώρω

(나는) 발견하자

καταφώρῃς

(너는) 발견하자

καταφώρῃ

(그는) 발견하자

쌍수 καταφώρητον

(너희 둘은) 발견하자

καταφώρητον

(그 둘은) 발견하자

복수 καταφώρωμεν

(우리는) 발견하자

καταφώρητε

(너희는) 발견하자

καταφώρωσιν*

(그들은) 발견하자

기원법단수 καταφώρῳμι

(나는) 발견하기를 (바라다)

καταφώρῳς

(너는) 발견하기를 (바라다)

καταφώρῳ

(그는) 발견하기를 (바라다)

쌍수 καταφώρῳτον

(너희 둘은) 발견하기를 (바라다)

καταφωρῷτην

(그 둘은) 발견하기를 (바라다)

복수 καταφώρῳμεν

(우리는) 발견하기를 (바라다)

καταφώρῳτε

(너희는) 발견하기를 (바라다)

καταφώρῳεν

(그들은) 발견하기를 (바라다)

명령법단수 καταφῶρᾱ

(너는) 발견해라

καταφωρᾶτω

(그는) 발견해라

쌍수 καταφώρᾱτον

(너희 둘은) 발견해라

καταφωρᾶτων

(그 둘은) 발견해라

복수 καταφώρᾱτε

(너희는) 발견해라

καταφωρῶντων, καταφωρᾶτωσαν

(그들은) 발견해라

부정사 καταφώρᾱν

발견하는 것

분사 남성여성중성
καταφωρων

καταφωρωντος

καταφωρωσα

καταφωρωσης

καταφωρων

καταφωρωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφώρωμαι

(나는) 발견된다

καταφώρᾳ

(너는) 발견된다

καταφώρᾱται

(그는) 발견된다

쌍수 καταφώρᾱσθον

(너희 둘은) 발견된다

καταφώρᾱσθον

(그 둘은) 발견된다

복수 καταφωρῶμεθα

(우리는) 발견된다

καταφώρᾱσθε

(너희는) 발견된다

καταφώρωνται

(그들은) 발견된다

접속법단수 καταφώρωμαι

(나는) 발견되자

καταφώρῃ

(너는) 발견되자

καταφώρηται

(그는) 발견되자

쌍수 καταφώρησθον

(너희 둘은) 발견되자

καταφώρησθον

(그 둘은) 발견되자

복수 καταφωρώμεθα

(우리는) 발견되자

καταφώρησθε

(너희는) 발견되자

καταφώρωνται

(그들은) 발견되자

기원법단수 καταφωρῷμην

(나는) 발견되기를 (바라다)

καταφώρῳο

(너는) 발견되기를 (바라다)

καταφώρῳτο

(그는) 발견되기를 (바라다)

쌍수 καταφώρῳσθον

(너희 둘은) 발견되기를 (바라다)

καταφωρῷσθην

(그 둘은) 발견되기를 (바라다)

복수 καταφωρῷμεθα

(우리는) 발견되기를 (바라다)

καταφώρῳσθε

(너희는) 발견되기를 (바라다)

καταφώρῳντο

(그들은) 발견되기를 (바라다)

명령법단수 καταφώρω

(너는) 발견되어라

καταφωρᾶσθω

(그는) 발견되어라

쌍수 καταφώρᾱσθον

(너희 둘은) 발견되어라

καταφωρᾶσθων

(그 둘은) 발견되어라

복수 καταφώρᾱσθε

(너희는) 발견되어라

καταφωρᾶσθων, καταφωρᾶσθωσαν

(그들은) 발견되어라

부정사 καταφώρᾱσθαι

발견되는 것

분사 남성여성중성
καταφωρωμενος

καταφωρωμενου

καταφωρωμενη

καταφωρωμενης

καταφωρωμενον

καταφωρωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφωράσω

(나는) 발견하겠다

καταφωράσεις

(너는) 발견하겠다

καταφωράσει

(그는) 발견하겠다

쌍수 καταφωράσετον

(너희 둘은) 발견하겠다

καταφωράσετον

(그 둘은) 발견하겠다

복수 καταφωράσομεν

(우리는) 발견하겠다

καταφωράσετε

(너희는) 발견하겠다

καταφωράσουσιν*

(그들은) 발견하겠다

기원법단수 καταφωράσοιμι

(나는) 발견하겠기를 (바라다)

καταφωράσοις

(너는) 발견하겠기를 (바라다)

καταφωράσοι

(그는) 발견하겠기를 (바라다)

쌍수 καταφωράσοιτον

(너희 둘은) 발견하겠기를 (바라다)

καταφωρασοίτην

(그 둘은) 발견하겠기를 (바라다)

복수 καταφωράσοιμεν

(우리는) 발견하겠기를 (바라다)

καταφωράσοιτε

(너희는) 발견하겠기를 (바라다)

καταφωράσοιεν

(그들은) 발견하겠기를 (바라다)

부정사 καταφωράσειν

발견할 것

분사 남성여성중성
καταφωρασων

καταφωρασοντος

καταφωρασουσα

καταφωρασουσης

καταφωρασον

καταφωρασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφωράσομαι

(나는) 발견되겠다

καταφωράσει, καταφωράσῃ

(너는) 발견되겠다

καταφωράσεται

(그는) 발견되겠다

쌍수 καταφωράσεσθον

(너희 둘은) 발견되겠다

καταφωράσεσθον

(그 둘은) 발견되겠다

복수 καταφωρασόμεθα

(우리는) 발견되겠다

καταφωράσεσθε

(너희는) 발견되겠다

καταφωράσονται

(그들은) 발견되겠다

기원법단수 καταφωρασοίμην

(나는) 발견되겠기를 (바라다)

καταφωράσοιο

(너는) 발견되겠기를 (바라다)

καταφωράσοιτο

(그는) 발견되겠기를 (바라다)

쌍수 καταφωράσοισθον

(너희 둘은) 발견되겠기를 (바라다)

καταφωρασοίσθην

(그 둘은) 발견되겠기를 (바라다)

복수 καταφωρασοίμεθα

(우리는) 발견되겠기를 (바라다)

καταφωράσοισθε

(너희는) 발견되겠기를 (바라다)

καταφωράσοιντο

(그들은) 발견되겠기를 (바라다)

부정사 καταφωράσεσθαι

발견될 것

분사 남성여성중성
καταφωρασομενος

καταφωρασομενου

καταφωρασομενη

καταφωρασομενης

καταφωρασομενον

καταφωρασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεφῶρων

(나는) 발견하고 있었다

κατεφῶρᾱς

(너는) 발견하고 있었다

κατεφῶρᾱν*

(그는) 발견하고 있었다

쌍수 κατεφώρᾱτον

(너희 둘은) 발견하고 있었다

κατεφωρᾶτην

(그 둘은) 발견하고 있었다

복수 κατεφώρωμεν

(우리는) 발견하고 있었다

κατεφώρᾱτε

(너희는) 발견하고 있었다

κατεφῶρων

(그들은) 발견하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεφωρῶμην

(나는) 발견되고 있었다

κατεφώρω

(너는) 발견되고 있었다

κατεφώρᾱτο

(그는) 발견되고 있었다

쌍수 κατεφώρᾱσθον

(너희 둘은) 발견되고 있었다

κατεφωρᾶσθην

(그 둘은) 발견되고 있었다

복수 κατεφωρῶμεθα

(우리는) 발견되고 있었다

κατεφώρᾱσθε

(너희는) 발견되고 있었다

κατεφώρωντο

(그들은) 발견되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δὲ μηδὲν ἀλλήλουσ βασανίζειν δεόμενοι μηδὲ καταφωρᾶν ἀλλ’ ἢ χρῆσθαι φιλοφρόνωσ, τὰ τοιαῦτα προβλήματα καὶ τοὺσ λόγουσ ἄγουσι συνιόντεσ, οἷσ ἀποκρύπτεται τὰ φαῦλα τῆσ ψυχῆσ, τὸ δὲ βέλτιστον ἀναθαρρεῖ καὶ τὸ μουσικώτατον, ὥσπερ ἐπὶ λειμῶνασ οἰκείουσ καὶ νομὰσ ὑπὸ φιλολογίασ προερχόμενον. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 3, chapter 0 10:1)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 3, chapter 0 10:1)

  • οὐδὲ γὰρ νῦν τοι τήν γ’ ἐμὴν ψυχὴν ἑωρᾶτε, ἀλλ’ οἷσ διεπράττετο, τούτοισ αὐτὴν ὡσ οὖσαν κατεφωρᾶτε. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 7 19:3)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 7 19:3)

유의어

  1. 발견하다

파생어

  • φωράω (to search after a thief or theft, search a house, to be detected)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION