헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταδιαιτάω

α 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταδιαιτάω καταδιαιτήσω καταδεδιῄτηκα

형태분석: κατα (접두사) + διαιτά (어간) + ω (인칭어미)

어원: v. diaita/w

  1. to decide as arbitrator against, give judgment against, to be decided against one

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδιαίτω

καταδιαίτᾳς

καταδιαίτᾳ

쌍수 καταδιαίτᾱτον

καταδιαίτᾱτον

복수 καταδιαίτωμεν

καταδιαίτᾱτε

καταδιαίτωσιν*

접속법단수 καταδιαίτω

καταδιαίτῃς

καταδιαίτῃ

쌍수 καταδιαίτητον

καταδιαίτητον

복수 καταδιαίτωμεν

καταδιαίτητε

καταδιαίτωσιν*

기원법단수 καταδιαίτῳμι

καταδιαίτῳς

καταδιαίτῳ

쌍수 καταδιαίτῳτον

καταδιαιτῷτην

복수 καταδιαίτῳμεν

καταδιαίτῳτε

καταδιαίτῳεν

명령법단수 καταδιαῖτᾱ

καταδιαιτᾶτω

쌍수 καταδιαίτᾱτον

καταδιαιτᾶτων

복수 καταδιαίτᾱτε

καταδιαιτῶντων, καταδιαιτᾶτωσαν

부정사 καταδιαίτᾱν

분사 남성여성중성
καταδιαιτων

καταδιαιτωντος

καταδιαιτωσα

καταδιαιτωσης

καταδιαιτων

καταδιαιτωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδιαίτωμαι

καταδιαίτᾳ

καταδιαίτᾱται

쌍수 καταδιαίτᾱσθον

καταδιαίτᾱσθον

복수 καταδιαιτῶμεθα

καταδιαίτᾱσθε

καταδιαίτωνται

접속법단수 καταδιαίτωμαι

καταδιαίτῃ

καταδιαίτηται

쌍수 καταδιαίτησθον

καταδιαίτησθον

복수 καταδιαιτώμεθα

καταδιαίτησθε

καταδιαίτωνται

기원법단수 καταδιαιτῷμην

καταδιαίτῳο

καταδιαίτῳτο

쌍수 καταδιαίτῳσθον

καταδιαιτῷσθην

복수 καταδιαιτῷμεθα

καταδιαίτῳσθε

καταδιαίτῳντο

명령법단수 καταδιαίτω

καταδιαιτᾶσθω

쌍수 καταδιαίτᾱσθον

καταδιαιτᾶσθων

복수 καταδιαίτᾱσθε

καταδιαιτᾶσθων, καταδιαιτᾶσθωσαν

부정사 καταδιαίτᾱσθαι

분사 남성여성중성
καταδιαιτωμενος

καταδιαιτωμενου

καταδιαιτωμενη

καταδιαιτωμενης

καταδιαιτωμενον

καταδιαιτωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδιαιτήσω

καταδιαιτήσεις

καταδιαιτήσει

쌍수 καταδιαιτήσετον

καταδιαιτήσετον

복수 καταδιαιτήσομεν

καταδιαιτήσετε

καταδιαιτήσουσιν*

기원법단수 καταδιαιτήσοιμι

καταδιαιτήσοις

καταδιαιτήσοι

쌍수 καταδιαιτήσοιτον

καταδιαιτησοίτην

복수 καταδιαιτήσοιμεν

καταδιαιτήσοιτε

καταδιαιτήσοιεν

부정사 καταδιαιτήσειν

분사 남성여성중성
καταδιαιτησων

καταδιαιτησοντος

καταδιαιτησουσα

καταδιαιτησουσης

καταδιαιτησον

καταδιαιτησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδιαιτήσομαι

καταδιαιτήσει, καταδιαιτήσῃ

καταδιαιτήσεται

쌍수 καταδιαιτήσεσθον

καταδιαιτήσεσθον

복수 καταδιαιτησόμεθα

καταδιαιτήσεσθε

καταδιαιτήσονται

기원법단수 καταδιαιτησοίμην

καταδιαιτήσοιο

καταδιαιτήσοιτο

쌍수 καταδιαιτήσοισθον

καταδιαιτησοίσθην

복수 καταδιαιτησοίμεθα

καταδιαιτήσοισθε

καταδιαιτήσοιντο

부정사 καταδιαιτήσεσθαι

분사 남성여성중성
καταδιαιτησομενος

καταδιαιτησομενου

καταδιαιτησομενη

καταδιαιτησομενης

καταδιαιτησομενον

καταδιαιτησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to decide as arbitrator against

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION