헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταδαπανάω

α 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταδαπανάω καταδαπανήσω

형태분석: κατα (접두사) + δαπανά (어간) + ω (인칭어미)

  1. 낭비하다, 헤프게 쓰다, 아낌없이 주다
  1. to squander, lavish
  2. to consume entirely

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδαπανῶ

(나는) 낭비한다

καταδαπανᾷς

(너는) 낭비한다

καταδαπανᾷ

(그는) 낭비한다

쌍수 καταδαπανᾶτον

(너희 둘은) 낭비한다

καταδαπανᾶτον

(그 둘은) 낭비한다

복수 καταδαπανῶμεν

(우리는) 낭비한다

καταδαπανᾶτε

(너희는) 낭비한다

καταδαπανῶσιν*

(그들은) 낭비한다

접속법단수 καταδαπανῶ

(나는) 낭비하자

καταδαπανῇς

(너는) 낭비하자

καταδαπανῇ

(그는) 낭비하자

쌍수 καταδαπανῆτον

(너희 둘은) 낭비하자

καταδαπανῆτον

(그 둘은) 낭비하자

복수 καταδαπανῶμεν

(우리는) 낭비하자

καταδαπανῆτε

(너희는) 낭비하자

καταδαπανῶσιν*

(그들은) 낭비하자

기원법단수 καταδαπανῷμι

(나는) 낭비하기를 (바라다)

καταδαπανῷς

(너는) 낭비하기를 (바라다)

καταδαπανῷ

(그는) 낭비하기를 (바라다)

쌍수 καταδαπανῷτον

(너희 둘은) 낭비하기를 (바라다)

καταδαπανῴτην

(그 둘은) 낭비하기를 (바라다)

복수 καταδαπανῷμεν

(우리는) 낭비하기를 (바라다)

καταδαπανῷτε

(너희는) 낭비하기를 (바라다)

καταδαπανῷεν

(그들은) 낭비하기를 (바라다)

명령법단수 καταδαπάνᾱ

(너는) 낭비해라

καταδαπανᾱ́τω

(그는) 낭비해라

쌍수 καταδαπανᾶτον

(너희 둘은) 낭비해라

καταδαπανᾱ́των

(그 둘은) 낭비해라

복수 καταδαπανᾶτε

(너희는) 낭비해라

καταδαπανώντων, καταδαπανᾱ́τωσαν

(그들은) 낭비해라

부정사 καταδαπανᾶν

낭비하는 것

분사 남성여성중성
καταδαπανων

καταδαπανωντος

καταδαπανωσα

καταδαπανωσης

καταδαπανων

καταδαπανωντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδαπανῶμαι

(나는) 낭비된다

καταδαπανᾷ

(너는) 낭비된다

καταδαπανᾶται

(그는) 낭비된다

쌍수 καταδαπανᾶσθον

(너희 둘은) 낭비된다

καταδαπανᾶσθον

(그 둘은) 낭비된다

복수 καταδαπανώμεθα

(우리는) 낭비된다

καταδαπανᾶσθε

(너희는) 낭비된다

καταδαπανῶνται

(그들은) 낭비된다

접속법단수 καταδαπανῶμαι

(나는) 낭비되자

καταδαπανῇ

(너는) 낭비되자

καταδαπανῆται

(그는) 낭비되자

쌍수 καταδαπανῆσθον

(너희 둘은) 낭비되자

καταδαπανῆσθον

(그 둘은) 낭비되자

복수 καταδαπανώμεθα

(우리는) 낭비되자

καταδαπανῆσθε

(너희는) 낭비되자

καταδαπανῶνται

(그들은) 낭비되자

기원법단수 καταδαπανῴμην

(나는) 낭비되기를 (바라다)

καταδαπανῷο

(너는) 낭비되기를 (바라다)

καταδαπανῷτο

(그는) 낭비되기를 (바라다)

쌍수 καταδαπανῷσθον

(너희 둘은) 낭비되기를 (바라다)

καταδαπανῴσθην

(그 둘은) 낭비되기를 (바라다)

복수 καταδαπανῴμεθα

(우리는) 낭비되기를 (바라다)

καταδαπανῷσθε

(너희는) 낭비되기를 (바라다)

καταδαπανῷντο

(그들은) 낭비되기를 (바라다)

명령법단수 καταδαπανῶ

(너는) 낭비되어라

καταδαπανᾱ́σθω

(그는) 낭비되어라

쌍수 καταδαπανᾶσθον

(너희 둘은) 낭비되어라

καταδαπανᾱ́σθων

(그 둘은) 낭비되어라

복수 καταδαπανᾶσθε

(너희는) 낭비되어라

καταδαπανᾱ́σθων, καταδαπανᾱ́σθωσαν

(그들은) 낭비되어라

부정사 καταδαπανᾶσθαι

낭비되는 것

분사 남성여성중성
καταδαπανωμενος

καταδαπανωμενου

καταδαπανωμενη

καταδαπανωμενης

καταδαπανωμενον

καταδαπανωμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδαπανήσω

(나는) 낭비하겠다

καταδαπανήσεις

(너는) 낭비하겠다

καταδαπανήσει

(그는) 낭비하겠다

쌍수 καταδαπανήσετον

(너희 둘은) 낭비하겠다

καταδαπανήσετον

(그 둘은) 낭비하겠다

복수 καταδαπανήσομεν

(우리는) 낭비하겠다

καταδαπανήσετε

(너희는) 낭비하겠다

καταδαπανήσουσιν*

(그들은) 낭비하겠다

기원법단수 καταδαπανήσοιμι

(나는) 낭비하겠기를 (바라다)

καταδαπανήσοις

(너는) 낭비하겠기를 (바라다)

καταδαπανήσοι

(그는) 낭비하겠기를 (바라다)

쌍수 καταδαπανήσοιτον

(너희 둘은) 낭비하겠기를 (바라다)

καταδαπανησοίτην

(그 둘은) 낭비하겠기를 (바라다)

복수 καταδαπανήσοιμεν

(우리는) 낭비하겠기를 (바라다)

καταδαπανήσοιτε

(너희는) 낭비하겠기를 (바라다)

καταδαπανήσοιεν

(그들은) 낭비하겠기를 (바라다)

부정사 καταδαπανήσειν

낭비할 것

분사 남성여성중성
καταδαπανησων

καταδαπανησοντος

καταδαπανησουσα

καταδαπανησουσης

καταδαπανησον

καταδαπανησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδαπανήσομαι

(나는) 낭비되겠다

καταδαπανήσει, καταδαπανήσῃ

(너는) 낭비되겠다

καταδαπανήσεται

(그는) 낭비되겠다

쌍수 καταδαπανήσεσθον

(너희 둘은) 낭비되겠다

καταδαπανήσεσθον

(그 둘은) 낭비되겠다

복수 καταδαπανησόμεθα

(우리는) 낭비되겠다

καταδαπανήσεσθε

(너희는) 낭비되겠다

καταδαπανήσονται

(그들은) 낭비되겠다

기원법단수 καταδαπανησοίμην

(나는) 낭비되겠기를 (바라다)

καταδαπανήσοιο

(너는) 낭비되겠기를 (바라다)

καταδαπανήσοιτο

(그는) 낭비되겠기를 (바라다)

쌍수 καταδαπανήσοισθον

(너희 둘은) 낭비되겠기를 (바라다)

καταδαπανησοίσθην

(그 둘은) 낭비되겠기를 (바라다)

복수 καταδαπανησοίμεθα

(우리는) 낭비되겠기를 (바라다)

καταδαπανήσοισθε

(너희는) 낭비되겠기를 (바라다)

καταδαπανήσοιντο

(그들은) 낭비되겠기를 (바라다)

부정사 καταδαπανήσεσθαι

낭비될 것

분사 남성여성중성
καταδαπανησομενος

καταδαπανησομενου

καταδαπανησομενη

καταδαπανησομενης

καταδαπανησομενον

καταδαπανησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεδαπάνων

(나는) 낭비하고 있었다

κατεδαπάνᾱς

(너는) 낭비하고 있었다

κατεδαπάνᾱν*

(그는) 낭비하고 있었다

쌍수 κατεδαπανᾶτον

(너희 둘은) 낭비하고 있었다

κατεδαπανᾱ́την

(그 둘은) 낭비하고 있었다

복수 κατεδαπανῶμεν

(우리는) 낭비하고 있었다

κατεδαπανᾶτε

(너희는) 낭비하고 있었다

κατεδαπάνων

(그들은) 낭비하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεδαπανώμην

(나는) 낭비되고 있었다

κατεδαπανῶ

(너는) 낭비되고 있었다

κατεδαπανᾶτο

(그는) 낭비되고 있었다

쌍수 κατεδαπανᾶσθον

(너희 둘은) 낭비되고 있었다

κατεδαπανᾱ́σθην

(그 둘은) 낭비되고 있었다

복수 κατεδαπανώμεθα

(우리는) 낭비되고 있었다

κατεδαπανᾶσθε

(너희는) 낭비되고 있었다

κατεδαπανῶντο

(그들은) 낭비되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 낭비하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION