- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθαρπάζω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: katharpazō 고전 발음: [까타도:] 신약 발음: [까타빠조]

기본형: καθαρπάζω καθαρπάξω

형태분석: κατ (접두사) + ἁρπάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to snatch down

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθαρπάζω

καθαρπάζεις

καθαρπάζει

쌍수 καθαρπάζετον

καθαρπάζετον

복수 καθαρπάζομεν

καθαρπάζετε

καθαρπάζουσι(ν)

접속법단수 καθαρπάζω

καθαρπάζῃς

καθαρπάζῃ

쌍수 καθαρπάζητον

καθαρπάζητον

복수 καθαρπάζωμεν

καθαρπάζητε

καθαρπάζωσι(ν)

기원법단수 καθαρπάζοιμι

καθαρπάζοις

καθαρπάζοι

쌍수 καθαρπάζοιτον

καθαρπαζοίτην

복수 καθαρπάζοιμεν

καθαρπάζοιτε

καθαρπάζοιεν

명령법단수 καθάρπαζε

καθαρπαζέτω

쌍수 καθαρπάζετον

καθαρπαζέτων

복수 καθαρπάζετε

καθαρπαζόντων, καθαρπαζέτωσαν

부정사 καθαρπάζειν

분사 남성여성중성
καθαρπαζων

καθαρπαζοντος

καθαρπαζουσα

καθαρπαζουσης

καθαρπαζον

καθαρπαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθαρπάζομαι

καθαρπάζει, καθαρπάζῃ

καθαρπάζεται

쌍수 καθαρπάζεσθον

καθαρπάζεσθον

복수 καθαρπαζόμεθα

καθαρπάζεσθε

καθαρπάζονται

접속법단수 καθαρπάζωμαι

καθαρπάζῃ

καθαρπάζηται

쌍수 καθαρπάζησθον

καθαρπάζησθον

복수 καθαρπαζώμεθα

καθαρπάζησθε

καθαρπάζωνται

기원법단수 καθαρπαζοίμην

καθαρπάζοιο

καθαρπάζοιτο

쌍수 καθαρπάζοισθον

καθαρπαζοίσθην

복수 καθαρπαζοίμεθα

καθαρπάζοισθε

καθαρπάζοιντο

명령법단수 καθαρπάζου

καθαρπαζέσθω

쌍수 καθαρπάζεσθον

καθαρπαζέσθων

복수 καθαρπάζεσθε

καθαρπαζέσθων, καθαρπαζέσθωσαν

부정사 καθαρπάζεσθαι

분사 남성여성중성
καθαρπαζομενος

καθαρπαζομενου

καθαρπαζομενη

καθαρπαζομενης

καθαρπαζομενον

καθαρπαζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to snatch down

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION