헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κανονίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κανονίζω

형태분석: κανονίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: kanw/n

  1. 측정하다, 무게가 ~가 되다, 재다
  2. 활용하다
  1. I measure, regulate
  2. (grammar) I conjugate (a verb); I parse

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κανονίζω

(나는) 측정한다

κανονίζεις

(너는) 측정한다

κανονίζει

(그는) 측정한다

쌍수 κανονίζετον

(너희 둘은) 측정한다

κανονίζετον

(그 둘은) 측정한다

복수 κανονίζομεν

(우리는) 측정한다

κανονίζετε

(너희는) 측정한다

κανονίζουσιν*

(그들은) 측정한다

접속법단수 κανονίζω

(나는) 측정하자

κανονίζῃς

(너는) 측정하자

κανονίζῃ

(그는) 측정하자

쌍수 κανονίζητον

(너희 둘은) 측정하자

κανονίζητον

(그 둘은) 측정하자

복수 κανονίζωμεν

(우리는) 측정하자

κανονίζητε

(너희는) 측정하자

κανονίζωσιν*

(그들은) 측정하자

기원법단수 κανονίζοιμι

(나는) 측정하기를 (바라다)

κανονίζοις

(너는) 측정하기를 (바라다)

κανονίζοι

(그는) 측정하기를 (바라다)

쌍수 κανονίζοιτον

(너희 둘은) 측정하기를 (바라다)

κανονιζοίτην

(그 둘은) 측정하기를 (바라다)

복수 κανονίζοιμεν

(우리는) 측정하기를 (바라다)

κανονίζοιτε

(너희는) 측정하기를 (바라다)

κανονίζοιεν

(그들은) 측정하기를 (바라다)

명령법단수 κανόνιζε

(너는) 측정해라

κανονιζέτω

(그는) 측정해라

쌍수 κανονίζετον

(너희 둘은) 측정해라

κανονιζέτων

(그 둘은) 측정해라

복수 κανονίζετε

(너희는) 측정해라

κανονιζόντων, κανονιζέτωσαν

(그들은) 측정해라

부정사 κανονίζειν

측정하는 것

분사 남성여성중성
κανονιζων

κανονιζοντος

κανονιζουσα

κανονιζουσης

κανονιζον

κανονιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κανονίζομαι

(나는) 측정된다

κανονίζει, κανονίζῃ

(너는) 측정된다

κανονίζεται

(그는) 측정된다

쌍수 κανονίζεσθον

(너희 둘은) 측정된다

κανονίζεσθον

(그 둘은) 측정된다

복수 κανονιζόμεθα

(우리는) 측정된다

κανονίζεσθε

(너희는) 측정된다

κανονίζονται

(그들은) 측정된다

접속법단수 κανονίζωμαι

(나는) 측정되자

κανονίζῃ

(너는) 측정되자

κανονίζηται

(그는) 측정되자

쌍수 κανονίζησθον

(너희 둘은) 측정되자

κανονίζησθον

(그 둘은) 측정되자

복수 κανονιζώμεθα

(우리는) 측정되자

κανονίζησθε

(너희는) 측정되자

κανονίζωνται

(그들은) 측정되자

기원법단수 κανονιζοίμην

(나는) 측정되기를 (바라다)

κανονίζοιο

(너는) 측정되기를 (바라다)

κανονίζοιτο

(그는) 측정되기를 (바라다)

쌍수 κανονίζοισθον

(너희 둘은) 측정되기를 (바라다)

κανονιζοίσθην

(그 둘은) 측정되기를 (바라다)

복수 κανονιζοίμεθα

(우리는) 측정되기를 (바라다)

κανονίζοισθε

(너희는) 측정되기를 (바라다)

κανονίζοιντο

(그들은) 측정되기를 (바라다)

명령법단수 κανονίζου

(너는) 측정되어라

κανονιζέσθω

(그는) 측정되어라

쌍수 κανονίζεσθον

(너희 둘은) 측정되어라

κανονιζέσθων

(그 둘은) 측정되어라

복수 κανονίζεσθε

(너희는) 측정되어라

κανονιζέσθων, κανονιζέσθωσαν

(그들은) 측정되어라

부정사 κανονίζεσθαι

측정되는 것

분사 남성여성중성
κανονιζομενος

κανονιζομενου

κανονιζομενη

κανονιζομενης

κανονιζομενον

κανονιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκανόνιζον

(나는) 측정하고 있었다

ἐκανόνιζες

(너는) 측정하고 있었다

ἐκανόνιζεν*

(그는) 측정하고 있었다

쌍수 ἐκανονίζετον

(너희 둘은) 측정하고 있었다

ἐκανονιζέτην

(그 둘은) 측정하고 있었다

복수 ἐκανονίζομεν

(우리는) 측정하고 있었다

ἐκανονίζετε

(너희는) 측정하고 있었다

ἐκανόνιζον

(그들은) 측정하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκανονιζόμην

(나는) 측정되고 있었다

ἐκανονίζου

(너는) 측정되고 있었다

ἐκανονίζετο

(그는) 측정되고 있었다

쌍수 ἐκανονίζεσθον

(너희 둘은) 측정되고 있었다

ἐκανονιζέσθην

(그 둘은) 측정되고 있었다

복수 ἐκανονιζόμεθα

(우리는) 측정되고 있었다

ἐκανονίζεσθε

(너희는) 측정되고 있었다

ἐκανονίζοντο

(그들은) 측정되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 측정하다

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION