헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κακοπαθέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κακοπαθέω κακοπαθήσω

형태분석: κακοπαθέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from kakopaqh/s

  1. 겪다, 견디다
  1. to suffer ill, to be in ill plight, be in distress

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κακοπάθω

(나는) 겪는다

κακοπάθεις

(너는) 겪는다

κακοπάθει

(그는) 겪는다

쌍수 κακοπάθειτον

(너희 둘은) 겪는다

κακοπάθειτον

(그 둘은) 겪는다

복수 κακοπάθουμεν

(우리는) 겪는다

κακοπάθειτε

(너희는) 겪는다

κακοπάθουσιν*

(그들은) 겪는다

접속법단수 κακοπάθω

(나는) 겪자

κακοπάθῃς

(너는) 겪자

κακοπάθῃ

(그는) 겪자

쌍수 κακοπάθητον

(너희 둘은) 겪자

κακοπάθητον

(그 둘은) 겪자

복수 κακοπάθωμεν

(우리는) 겪자

κακοπάθητε

(너희는) 겪자

κακοπάθωσιν*

(그들은) 겪자

기원법단수 κακοπάθοιμι

(나는) 겪기를 (바라다)

κακοπάθοις

(너는) 겪기를 (바라다)

κακοπάθοι

(그는) 겪기를 (바라다)

쌍수 κακοπάθοιτον

(너희 둘은) 겪기를 (바라다)

κακοπαθοίτην

(그 둘은) 겪기를 (바라다)

복수 κακοπάθοιμεν

(우리는) 겪기를 (바라다)

κακοπάθοιτε

(너희는) 겪기를 (바라다)

κακοπάθοιεν

(그들은) 겪기를 (바라다)

명령법단수 κακοπᾶθει

(너는) 겪어라

κακοπαθεῖτω

(그는) 겪어라

쌍수 κακοπάθειτον

(너희 둘은) 겪어라

κακοπαθεῖτων

(그 둘은) 겪어라

복수 κακοπάθειτε

(너희는) 겪어라

κακοπαθοῦντων, κακοπαθεῖτωσαν

(그들은) 겪어라

부정사 κακοπάθειν

겪는 것

분사 남성여성중성
κακοπαθων

κακοπαθουντος

κακοπαθουσα

κακοπαθουσης

κακοπαθουν

κακοπαθουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κακοπάθουμαι

(나는) 겪어진다

κακοπάθει, κακοπάθῃ

(너는) 겪어진다

κακοπάθειται

(그는) 겪어진다

쌍수 κακοπάθεισθον

(너희 둘은) 겪어진다

κακοπάθεισθον

(그 둘은) 겪어진다

복수 κακοπαθοῦμεθα

(우리는) 겪어진다

κακοπάθεισθε

(너희는) 겪어진다

κακοπάθουνται

(그들은) 겪어진다

접속법단수 κακοπάθωμαι

(나는) 겪어지자

κακοπάθῃ

(너는) 겪어지자

κακοπάθηται

(그는) 겪어지자

쌍수 κακοπάθησθον

(너희 둘은) 겪어지자

κακοπάθησθον

(그 둘은) 겪어지자

복수 κακοπαθώμεθα

(우리는) 겪어지자

κακοπάθησθε

(너희는) 겪어지자

κακοπάθωνται

(그들은) 겪어지자

기원법단수 κακοπαθοίμην

(나는) 겪어지기를 (바라다)

κακοπάθοιο

(너는) 겪어지기를 (바라다)

κακοπάθοιτο

(그는) 겪어지기를 (바라다)

쌍수 κακοπάθοισθον

(너희 둘은) 겪어지기를 (바라다)

κακοπαθοίσθην

(그 둘은) 겪어지기를 (바라다)

복수 κακοπαθοίμεθα

(우리는) 겪어지기를 (바라다)

κακοπάθοισθε

(너희는) 겪어지기를 (바라다)

κακοπάθοιντο

(그들은) 겪어지기를 (바라다)

명령법단수 κακοπάθου

(너는) 겪어져라

κακοπαθεῖσθω

(그는) 겪어져라

쌍수 κακοπάθεισθον

(너희 둘은) 겪어져라

κακοπαθεῖσθων

(그 둘은) 겪어져라

복수 κακοπάθεισθε

(너희는) 겪어져라

κακοπαθεῖσθων, κακοπαθεῖσθωσαν

(그들은) 겪어져라

부정사 κακοπάθεισθαι

겪어지는 것

분사 남성여성중성
κακοπαθουμενος

κακοπαθουμενου

κακοπαθουμενη

κακοπαθουμενης

κακοπαθουμενον

κακοπαθουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κακοπαθήσω

(나는) 겪겠다

κακοπαθήσεις

(너는) 겪겠다

κακοπαθήσει

(그는) 겪겠다

쌍수 κακοπαθήσετον

(너희 둘은) 겪겠다

κακοπαθήσετον

(그 둘은) 겪겠다

복수 κακοπαθήσομεν

(우리는) 겪겠다

κακοπαθήσετε

(너희는) 겪겠다

κακοπαθήσουσιν*

(그들은) 겪겠다

기원법단수 κακοπαθήσοιμι

(나는) 겪겠기를 (바라다)

κακοπαθήσοις

(너는) 겪겠기를 (바라다)

κακοπαθήσοι

(그는) 겪겠기를 (바라다)

쌍수 κακοπαθήσοιτον

(너희 둘은) 겪겠기를 (바라다)

κακοπαθησοίτην

(그 둘은) 겪겠기를 (바라다)

복수 κακοπαθήσοιμεν

(우리는) 겪겠기를 (바라다)

κακοπαθήσοιτε

(너희는) 겪겠기를 (바라다)

κακοπαθήσοιεν

(그들은) 겪겠기를 (바라다)

부정사 κακοπαθήσειν

겪을 것

분사 남성여성중성
κακοπαθησων

κακοπαθησοντος

κακοπαθησουσα

κακοπαθησουσης

κακοπαθησον

κακοπαθησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κακοπαθήσομαι

(나는) 겪어지겠다

κακοπαθήσει, κακοπαθήσῃ

(너는) 겪어지겠다

κακοπαθήσεται

(그는) 겪어지겠다

쌍수 κακοπαθήσεσθον

(너희 둘은) 겪어지겠다

κακοπαθήσεσθον

(그 둘은) 겪어지겠다

복수 κακοπαθησόμεθα

(우리는) 겪어지겠다

κακοπαθήσεσθε

(너희는) 겪어지겠다

κακοπαθήσονται

(그들은) 겪어지겠다

기원법단수 κακοπαθησοίμην

(나는) 겪어지겠기를 (바라다)

κακοπαθήσοιο

(너는) 겪어지겠기를 (바라다)

κακοπαθήσοιτο

(그는) 겪어지겠기를 (바라다)

쌍수 κακοπαθήσοισθον

(너희 둘은) 겪어지겠기를 (바라다)

κακοπαθησοίσθην

(그 둘은) 겪어지겠기를 (바라다)

복수 κακοπαθησοίμεθα

(우리는) 겪어지겠기를 (바라다)

κακοπαθήσοισθε

(너희는) 겪어지겠기를 (바라다)

κακοπαθήσοιντο

(그들은) 겪어지겠기를 (바라다)

부정사 κακοπαθήσεσθαι

겪어질 것

분사 남성여성중성
κακοπαθησομενος

κακοπαθησομενου

κακοπαθησομενη

κακοπαθησομενης

κακοπαθησομενον

κακοπαθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκακοπᾶθουν

(나는) 겪고 있었다

ἐκακοπᾶθεις

(너는) 겪고 있었다

ἐκακοπᾶθειν*

(그는) 겪고 있었다

쌍수 ἐκακοπάθειτον

(너희 둘은) 겪고 있었다

ἐκακοπαθεῖτην

(그 둘은) 겪고 있었다

복수 ἐκακοπάθουμεν

(우리는) 겪고 있었다

ἐκακοπάθειτε

(너희는) 겪고 있었다

ἐκακοπᾶθουν

(그들은) 겪고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκακοπαθοῦμην

(나는) 겪어지고 있었다

ἐκακοπάθου

(너는) 겪어지고 있었다

ἐκακοπάθειτο

(그는) 겪어지고 있었다

쌍수 ἐκακοπάθεισθον

(너희 둘은) 겪어지고 있었다

ἐκακοπαθεῖσθην

(그 둘은) 겪어지고 있었다

복수 ἐκακοπαθοῦμεθα

(우리는) 겪어지고 있었다

ἐκακοπάθεισθε

(너희는) 겪어지고 있었다

ἐκακοπάθουντο

(그들은) 겪어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 겪다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION