Ancient Greek-English Dictionary Language

καινουργός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: καινουργός

Structure: καινουργ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)/rgw

Sense

  1. producing changes, a novelty

Examples

  • τὸ δὲ ὑπερφυέστατον ἐνθύμημα τοῦ Στρατοκλέουσ οὑ̔͂τοσ γὰρ ἦν ὁ τῶν σοφῶν τούτων καὶ περιττῶν καινουργὸσ ἀρεσκευμάτων̓, ἔγραψεν ὅπωσ οἱ πεμπόμενοι κατὰ ψήφισμα δημοσίᾳ πρὸσ Ἀντίγονον ἢ Δημήτριον ἀντὶ πρεσβευτῶν θεωροὶ λέγοιντο, καθάπερ οἱ Πυθοῖ καὶ Ὀλυμπίαζε τὰσ πατρίουσ θυσίασ ὑπὲρ τῶν πόλεων ἀνάγοντεσ ἐν ταῖσ Ἑλληνικαῖσ ἑορταῖσ. (Plutarch, Demetrius, chapter 11 1:1)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION