Ancient Greek-English Dictionary Language

ἰσοτελής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἰσοτελής ἰσοτελές

Structure: ἰσοτελη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: te/los

Sense

  1. paying alike, bearing equal burdens

Examples

  • Θεόδοτοσ ἰσοτελήσ, Χαρῖνοσ Ἐπιχάρουσ Λευκονοεύσ, Φορμίων Κτησιφῶντοσ Πειραιεύσ, Κηφισόδοτοσ Βοιώτιοσ, Ἡλιόδωροσ Πιθεὺσ μαρτυροῦσι παρεῖναι, ὅτ’ ἐδάνεισεν Ἀνδροκλῆσ Ἀπολλοδώρῳ καὶ Ἀρτέμωνι ἀργυρίου τρισχιλίασ δραχμάσ, καὶ εἰδέναι τὴν συγγραφὴν καταθεμένουσ παρὰ Ἀρχενομίδῃ Ἀναγυρασίῳ. (Demosthenes, Speeches 31-40, 22:1)
  • λοιπὸν ᾤκησε χρόνον ἰσοτελὴσ ὤν, καὶ ἐτελεύτησεν αὐτόθι ὀγδοήκοντα τρία ἔτη βιούσ, ἢ ὥσ τινεσ ἓξ καὶ ἑβδομήκοντα, ἢ ὥσ τινεσ ὑπὲρ ὀγδοήκοντα, ἰδὼν Δημοσθένη μειράκιον ὄντα. (Plutarch, Vitae decem oratorum, , section 1 12:2)

Synonyms

  1. paying alike

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION