Ancient Greek-English Dictionary Language

ἱμερόεις

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἱμερόεις ἱμερόεσσα ἱμερόεν

Structure: ἱμεροεντ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: i(/meros

Sense

  1. exciting love or desire, lovely, delightsome, charming

Examples

  • αὐτὰρ ὁ χιονέοιο λοεσσάμενοσ ποταμοῖο ᾤχετο φειδομένοισιν ἐπ’ ἴχνεσιν ἴχνοσ ἐρείδων, μὴ πόδεσ ἱμερόεντεσ ὑποχραίνοιντο κονίησ, μὴ πλοκάμων κυνέῃσιν ἐπιβρίσαντεσ ἐθείρασ ὀξύτερον σπεύδοντοσ ἀναστέλλοιεν ἀῆται. (Colluthus, Rape of Helen, book 1113)
  • ἐκμαίνει χείλη με ῥοδόχροα, ποικιλόμυθα, ψυχοτακῆ στόματοσ νεκταρέου πρόθυρα, καὶ γλῆναι λασίαισιν ὑπ’ ὀφρύσιν ἀστράπτουσαι, σπλάγχνων ἡμετέρων δίκτυα καὶ παγίδεσ, καὶ μαζοὶ γλαγόεντεσ, ἐύζυγεσ, ἱμερόεντεσ, εὐφυέεσ, πάσησ τερπνότεροι κάλυκοσ. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 561)
  • αὐτή μοι Κυθέρεια καὶ ἱμερόεντεσ Ἔρωτεσ τήξουσιν κενεὴν ἐχθόμενοι κραδίην, ἄρσενασ εἰ σπεύσω φιλέειν ποτέ· (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 2781)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION