Ancient Greek-English Dictionary Language

γεωμετρέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: γεωμετρέω

Structure: γεωμετρέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from gewme/trhs

Sense

  1. to measure the earth, to practise or profess geometry
  2. to measure

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular γεωμέτρω γεωμέτρεις γεωμέτρει
Dual γεωμέτρειτον γεωμέτρειτον
Plural γεωμέτρουμεν γεωμέτρειτε γεωμέτρουσιν*
SubjunctiveSingular γεωμέτρω γεωμέτρῃς γεωμέτρῃ
Dual γεωμέτρητον γεωμέτρητον
Plural γεωμέτρωμεν γεωμέτρητε γεωμέτρωσιν*
OptativeSingular γεωμέτροιμι γεωμέτροις γεωμέτροι
Dual γεωμέτροιτον γεωμετροίτην
Plural γεωμέτροιμεν γεωμέτροιτε γεωμέτροιεν
ImperativeSingular γεωμε͂τρει γεωμετρεῖτω
Dual γεωμέτρειτον γεωμετρεῖτων
Plural γεωμέτρειτε γεωμετροῦντων, γεωμετρεῖτωσαν
Infinitive γεωμέτρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
γεωμετρων γεωμετρουντος γεωμετρουσα γεωμετρουσης γεωμετρουν γεωμετρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular γεωμέτρουμαι γεωμέτρει, γεωμέτρῃ γεωμέτρειται
Dual γεωμέτρεισθον γεωμέτρεισθον
Plural γεωμετροῦμεθα γεωμέτρεισθε γεωμέτρουνται
SubjunctiveSingular γεωμέτρωμαι γεωμέτρῃ γεωμέτρηται
Dual γεωμέτρησθον γεωμέτρησθον
Plural γεωμετρώμεθα γεωμέτρησθε γεωμέτρωνται
OptativeSingular γεωμετροίμην γεωμέτροιο γεωμέτροιτο
Dual γεωμέτροισθον γεωμετροίσθην
Plural γεωμετροίμεθα γεωμέτροισθε γεωμέτροιντο
ImperativeSingular γεωμέτρου γεωμετρεῖσθω
Dual γεωμέτρεισθον γεωμετρεῖσθων
Plural γεωμέτρεισθε γεωμετρεῖσθων, γεωμετρεῖσθωσαν
Infinitive γεωμέτρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
γεωμετρουμενος γεωμετρουμενου γεωμετρουμενη γεωμετρουμενης γεωμετρουμενον γεωμετρουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • φορὰ δέ τισ ἦν ἐπὶ λόγουσ καὶ φιλοσοφίαν ἁπάντων, καὶ τὸ τυραννεῖον, ὥσ φασι, κονιορτὸσ ὑπὸ πλήθουσ τῶν γεωμετρούντων κατεῖχεν. (Plutarch, Dion, chapter 13 2:2)
  • εἴ τε ῥᾴθυμόσ τισ ἐμπέπαικεν αὖθισ καὶ φιλοπότησ καὶ πλούσιοσ, αὐτὰρ ὁ γυμνώθη ῥακέων πολύμητισ Ὀδυσσεύσ , ἔρριπται μὲν ὁ τρίβων, κατακείρεται δ’ ὁ πώγων ὥσπερ ἄκαρπον θέροσ, ψυκτῆρεσ δὲ καὶ φιάλαι καὶ γέλωτεσ ἐν περιπάτοισ καὶ σκώμματα πρὸσ τοὺσ φιλοσοφοῦντασ, ὥσπερ ἐν Συρακούσαισ φασίν, ὁπηνίκα Πλάτων ἀφίκετο, καὶ Διονύσιον ζῆλοσ ἔσχε περιμανὴσ φιλοσοφίασ, τὰ βασίλεια κονιορτοῦ γέμειν ὑπὸ πλήθουσ τῶν γεωμετρούντων· (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 7 7:1)

Synonyms

  1. to measure

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION