헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γαργαλίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γαργαλίζω

형태분석: γαργαλίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 간질거리다, 간질이다, 간질대다
  1. to tickle, to feel tickling or irritation

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γαργαλίζω

(나는) 간질거린다

γαργαλίζεις

(너는) 간질거린다

γαργαλίζει

(그는) 간질거린다

쌍수 γαργαλίζετον

(너희 둘은) 간질거린다

γαργαλίζετον

(그 둘은) 간질거린다

복수 γαργαλίζομεν

(우리는) 간질거린다

γαργαλίζετε

(너희는) 간질거린다

γαργαλίζουσιν*

(그들은) 간질거린다

접속법단수 γαργαλίζω

(나는) 간질거리자

γαργαλίζῃς

(너는) 간질거리자

γαργαλίζῃ

(그는) 간질거리자

쌍수 γαργαλίζητον

(너희 둘은) 간질거리자

γαργαλίζητον

(그 둘은) 간질거리자

복수 γαργαλίζωμεν

(우리는) 간질거리자

γαργαλίζητε

(너희는) 간질거리자

γαργαλίζωσιν*

(그들은) 간질거리자

기원법단수 γαργαλίζοιμι

(나는) 간질거리기를 (바라다)

γαργαλίζοις

(너는) 간질거리기를 (바라다)

γαργαλίζοι

(그는) 간질거리기를 (바라다)

쌍수 γαργαλίζοιτον

(너희 둘은) 간질거리기를 (바라다)

γαργαλιζοίτην

(그 둘은) 간질거리기를 (바라다)

복수 γαργαλίζοιμεν

(우리는) 간질거리기를 (바라다)

γαργαλίζοιτε

(너희는) 간질거리기를 (바라다)

γαργαλίζοιεν

(그들은) 간질거리기를 (바라다)

명령법단수 γαργάλιζε

(너는) 간질거려라

γαργαλιζέτω

(그는) 간질거려라

쌍수 γαργαλίζετον

(너희 둘은) 간질거려라

γαργαλιζέτων

(그 둘은) 간질거려라

복수 γαργαλίζετε

(너희는) 간질거려라

γαργαλιζόντων, γαργαλιζέτωσαν

(그들은) 간질거려라

부정사 γαργαλίζειν

간질거리는 것

분사 남성여성중성
γαργαλιζων

γαργαλιζοντος

γαργαλιζουσα

γαργαλιζουσης

γαργαλιζον

γαργαλιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γαργαλίζομαι

(나는) 간질거려진다

γαργαλίζει, γαργαλίζῃ

(너는) 간질거려진다

γαργαλίζεται

(그는) 간질거려진다

쌍수 γαργαλίζεσθον

(너희 둘은) 간질거려진다

γαργαλίζεσθον

(그 둘은) 간질거려진다

복수 γαργαλιζόμεθα

(우리는) 간질거려진다

γαργαλίζεσθε

(너희는) 간질거려진다

γαργαλίζονται

(그들은) 간질거려진다

접속법단수 γαργαλίζωμαι

(나는) 간질거려지자

γαργαλίζῃ

(너는) 간질거려지자

γαργαλίζηται

(그는) 간질거려지자

쌍수 γαργαλίζησθον

(너희 둘은) 간질거려지자

γαργαλίζησθον

(그 둘은) 간질거려지자

복수 γαργαλιζώμεθα

(우리는) 간질거려지자

γαργαλίζησθε

(너희는) 간질거려지자

γαργαλίζωνται

(그들은) 간질거려지자

기원법단수 γαργαλιζοίμην

(나는) 간질거려지기를 (바라다)

γαργαλίζοιο

(너는) 간질거려지기를 (바라다)

γαργαλίζοιτο

(그는) 간질거려지기를 (바라다)

쌍수 γαργαλίζοισθον

(너희 둘은) 간질거려지기를 (바라다)

γαργαλιζοίσθην

(그 둘은) 간질거려지기를 (바라다)

복수 γαργαλιζοίμεθα

(우리는) 간질거려지기를 (바라다)

γαργαλίζοισθε

(너희는) 간질거려지기를 (바라다)

γαργαλίζοιντο

(그들은) 간질거려지기를 (바라다)

명령법단수 γαργαλίζου

(너는) 간질거려져라

γαργαλιζέσθω

(그는) 간질거려져라

쌍수 γαργαλίζεσθον

(너희 둘은) 간질거려져라

γαργαλιζέσθων

(그 둘은) 간질거려져라

복수 γαργαλίζεσθε

(너희는) 간질거려져라

γαργαλιζέσθων, γαργαλιζέσθωσαν

(그들은) 간질거려져라

부정사 γαργαλίζεσθαι

간질거려지는 것

분사 남성여성중성
γαργαλιζομενος

γαργαλιζομενου

γαργαλιζομενη

γαργαλιζομενης

γαργαλιζομενον

γαργαλιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγαργάλιζον

(나는) 간질거리고 있었다

ἐγαργάλιζες

(너는) 간질거리고 있었다

ἐγαργάλιζεν*

(그는) 간질거리고 있었다

쌍수 ἐγαργαλίζετον

(너희 둘은) 간질거리고 있었다

ἐγαργαλιζέτην

(그 둘은) 간질거리고 있었다

복수 ἐγαργαλίζομεν

(우리는) 간질거리고 있었다

ἐγαργαλίζετε

(너희는) 간질거리고 있었다

ἐγαργάλιζον

(그들은) 간질거리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγαργαλιζόμην

(나는) 간질거려지고 있었다

ἐγαργαλίζου

(너는) 간질거려지고 있었다

ἐγαργαλίζετο

(그는) 간질거려지고 있었다

쌍수 ἐγαργαλίζεσθον

(너희 둘은) 간질거려지고 있었다

ἐγαργαλιζέσθην

(그 둘은) 간질거려지고 있었다

복수 ἐγαργαλιζόμεθα

(우리는) 간질거려지고 있었다

ἐγαργαλίζεσθε

(너희는) 간질거려지고 있었다

ἐγαργαλίζοντο

(그들은) 간질거려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 간질거리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION