헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προγαργαλίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προγαργαλίζω προγαργαλίσω

형태분석: προ (접두사) + γαργαλίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to prepare oneself for tickling

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προγαργαλίζω

προγαργαλίζεις

προγαργαλίζει

쌍수 προγαργαλίζετον

προγαργαλίζετον

복수 προγαργαλίζομεν

προγαργαλίζετε

προγαργαλίζουσιν*

접속법단수 προγαργαλίζω

προγαργαλίζῃς

προγαργαλίζῃ

쌍수 προγαργαλίζητον

προγαργαλίζητον

복수 προγαργαλίζωμεν

προγαργαλίζητε

προγαργαλίζωσιν*

기원법단수 προγαργαλίζοιμι

προγαργαλίζοις

προγαργαλίζοι

쌍수 προγαργαλίζοιτον

προγαργαλιζοίτην

복수 προγαργαλίζοιμεν

προγαργαλίζοιτε

προγαργαλίζοιεν

명령법단수 προγαργάλιζε

προγαργαλιζέτω

쌍수 προγαργαλίζετον

προγαργαλιζέτων

복수 προγαργαλίζετε

προγαργαλιζόντων, προγαργαλιζέτωσαν

부정사 προγαργαλίζειν

분사 남성여성중성
προγαργαλιζων

προγαργαλιζοντος

προγαργαλιζουσα

προγαργαλιζουσης

προγαργαλιζον

προγαργαλιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προγαργαλίζομαι

προγαργαλίζει, προγαργαλίζῃ

προγαργαλίζεται

쌍수 προγαργαλίζεσθον

προγαργαλίζεσθον

복수 προγαργαλιζόμεθα

προγαργαλίζεσθε

προγαργαλίζονται

접속법단수 προγαργαλίζωμαι

προγαργαλίζῃ

προγαργαλίζηται

쌍수 προγαργαλίζησθον

προγαργαλίζησθον

복수 προγαργαλιζώμεθα

προγαργαλίζησθε

προγαργαλίζωνται

기원법단수 προγαργαλιζοίμην

προγαργαλίζοιο

προγαργαλίζοιτο

쌍수 προγαργαλίζοισθον

προγαργαλιζοίσθην

복수 προγαργαλιζοίμεθα

προγαργαλίζοισθε

προγαργαλίζοιντο

명령법단수 προγαργαλίζου

προγαργαλιζέσθω

쌍수 προγαργαλίζεσθον

προγαργαλιζέσθων

복수 προγαργαλίζεσθε

προγαργαλιζέσθων, προγαργαλιζέσθωσαν

부정사 προγαργαλίζεσθαι

분사 남성여성중성
προγαργαλιζομενος

προγαργαλιζομενου

προγαργαλιζομενη

προγαργαλιζομενης

προγαργαλιζομενον

προγαργαλιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προγαργαλίσω

προγαργαλίσεις

προγαργαλίσει

쌍수 προγαργαλίσετον

προγαργαλίσετον

복수 προγαργαλίσομεν

προγαργαλίσετε

προγαργαλίσουσιν*

기원법단수 προγαργαλίσοιμι

προγαργαλίσοις

προγαργαλίσοι

쌍수 προγαργαλίσοιτον

προγαργαλισοίτην

복수 προγαργαλίσοιμεν

προγαργαλίσοιτε

προγαργαλίσοιεν

부정사 προγαργαλίσειν

분사 남성여성중성
προγαργαλισων

προγαργαλισοντος

προγαργαλισουσα

προγαργαλισουσης

προγαργαλισον

προγαργαλισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προγαργαλίσομαι

προγαργαλίσει, προγαργαλίσῃ

προγαργαλίσεται

쌍수 προγαργαλίσεσθον

προγαργαλίσεσθον

복수 προγαργαλισόμεθα

προγαργαλίσεσθε

προγαργαλίσονται

기원법단수 προγαργαλισοίμην

προγαργαλίσοιο

προγαργαλίσοιτο

쌍수 προγαργαλίσοισθον

προγαργαλισοίσθην

복수 προγαργαλισοίμεθα

προγαργαλίσοισθε

προγαργαλίσοιντο

부정사 προγαργαλίσεσθαι

분사 남성여성중성
προγαργαλισομενος

προγαργαλισομενου

προγαργαλισομενη

προγαργαλισομενης

προγαργαλισομενον

προγαργαλισομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to prepare oneself for tickling

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION